Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Οι θεοί μας παραχώρησαν αυτήν την ελευθερία


- Ο Σωκράτης έλεγε "εν οίδα ότι ουδεν οίδα".
Ο Tomas Sanchez (1550-1610) έλεγε "δεν ξέρω καν αν ξέρω τίποτα".
Το πρώτο βήμα οδηγεί στο σημείο όπου αμφιβάλουμε για τον εαυτό μας δογματικά και κάθε ανώτερος άνθρωπος κάνει αυτό το βήμα και φτάνει εκεί.
Το δεύτερο οδηγεί στο σημείο όπου αμφιβάλουμε για τον εαυτό μας και για την ίδια μας την αμφιβολία και λίγοι άνθρωποι το έφτασαν.
(Φ. Πεσσόα, απόσπασμα από Το Βιβλίο της Ανησυχίας)


The gods grant us this one
Liberty: to submit ourselves
To their dominion by an act οf will.
It is better that we do this
Since only in its illusion
Does freedom find existence.

The gods, on whom fate eternal
Weighs, do not act otherwise
In their calm and ancient
Self-possessed conviction
That their life's divine and free.




Imitating gods, we, as little
Free as they up on Olympus,
Like those who on the sands
Build castles for the eye's delight --
Let us build our life so that
The gods will know how to thank us
For being their co-equals.

Οι θεοί  μας παραχώρησαν αυτήν την
Ελευθερία: να υποτάξουμε τους εαυτούς μας
Στην κυριαρχία τους με μια πράξη θέλησης.
Είναι καλύτερα να το κάνουμε αυτό
Αφού μόνο στην ψευδαίσθησή της
Βρίσκει η ελευθερία ύπαρξη.



Οι θεοί, τους οποίους αιώνια η μοίρα
Βαραίνει, δεν πράττουν αλλιώς
Στην ήρεμη και αρχαία
Αυτο-κυριαρχούμενη πεποίθηση
Ότι η ζωή τους είναι θεία και ελεύθερη.



Μιμούμενοι τους θεούς, εμείς, τόσο λίγο 
Ελεύθεροι όσο αυτοί πάνω στον Όλυμπο,
Σαν αυτούς που πάνω στην άμμο
Παλάτια χτίζουν για την απόλαυση του ματιού
Ας χτίσουμε την ζωή μας έτσι ώστε
Οι θεοί να ξέρουν πως να μας ευχαριστήσουν
Που γίναμε συν - ισότιμοι.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Όποτε γράφουμε ή μιλάμε ή κάνουμε

I have no ambitions nor desires. 
To be a poet is not my ambition, 
It's simply my way of being alone.
(Δεν έχω φιλοδοξίες ή επιθυμίες.
Το να είμαι ποιητής δεν είναι φιλοδοξία μου
Είναι απλά ο τρόπος μου να είμαι μόνος.)
  
- The poet is a faker 
Who's so good at his act 
He even fakes the pain 
Of pain he feels in fact.
(Ο ποιητής είναι πλαστογράφος
Που είναι τόσο καλός στο ρόλο του
Που ακόμα και τον πόνο πλαστογραφεί
Πόνο που στην πραγματικότητα νιώθει)


- Είμαστε πολλαπλοί όπως το σύμπαν.


- Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο. (Όλη η αγωνία του ανθρώπου από τότε που εμφανίστηκε σε 7 λέξεις)




Fernando Pessoa (1888-1935)


Whether we write or speak or do but look
We are ever unapparent. What we are
Cannot be transfused into word or book,
Our soul from us is infinitely far.
However much we give our thoughts the will
To be our soul and gesture it abroad,
Our hearts are incommunicable still.
In what we show ourselves we are ignored.
The abyss from soul to soul cannot be bridged
By any skill of thought or trick of seeming.
Unto our very selves we are abridged
When we would utter to our thought our being.
We are our dreams of ourselves souls by gleams,
And each to each other dreams of others' dreams.


Όποτε γράφουμε ή μιλάμε ή κάνουμε εκτός από το να κοιτάμε
Είμαστε πάντα αφανείς. Το τι είμαστε
Δεν μπορεί να μεταγγιστεί σε λέξη ή βιβλίο,
Είναι η ψυχή μας απείρως μακρυά από εμάς.
Όσο και αν δίνουμε στις σκέψεις μας τη θέληση
Να είναι η ψυχή μας και το χειρονομούμε εξωτερικά,
Οι καρδιές μας δεν είναι ακόμη μεταδοτικές.
Σε ότι δείχνουμε τους εαυτούς μας μας αγνοεί

Η άβυσσος από ψυχή σε ψυχή δεν μπορεί να γεφυρωθεί
Από οποιαδήποτε ικανότητα της σκέψης ή τέχνασμα ομοιότητας.

Μέσα στους εαυτούς μας είμαστε συμπυκνωμένοι
Όταν θα θέλαμε να εκστομίσουμε στη σκέψη μας την ύπαρξη μας.
Είμαστε τα όνειρα των εαυτών μας ψυχές από αχτίδες
Και ο καθένας στον άλλο όνειρα από όνειρα άλλων.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος





Τάσος Λειβαδίτης (1950)



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ' το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι' όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν
τα μαλλιά σου δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.




Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη : Ειρήνη
σα να 'γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Εκτός από τον Άνθρωπο Τάσο, ευχαριστώ και το Kakalon που μου άνοιξε τα μάτια σε μία φοβερή ανάρτηση του Simpleman. Και αυτά τα ιστολόγια απ' όπου δανείστηκα το ποίημα και την φωτογραφία

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Camillo Sbarbaro (1888-1967), 4ποιήματα



μετάφραση-σχόλιο: Σωτήρης Παστάκας (από τον ιστότοπο ποιείν)


*
Σώπα ψυχή μου, κουράστηκες πια ν’ απολαμβάνεις
και να υποφέρεις (και στα δυό τραβάς υποταγμένη).
Όσο κι αν σ’ αφουγκράζομαι, δεν ακούω καμιά φωνή
θρήνου, για την αξιολύπητη νιότη, καμιά
φωνή οργής ή ελπίδας,
ούτε καν πλήξης.
Κείτεσαι
σαν το κορμί, αποσβολωμένη, γεμάτη
απελπισμένη συγκατάβαση.

Δεν θα σαστίσουμε,
έτσι ψυχή μου, κι ας σταματήσει
η καρδιά κι ας μας κοπεί
η ανάσα…
Κι όμως πηγαίνουμε
αντάμα εσύ κι εγώ σαν υπνοβάτες.
Τα δέντρα εξακολουθούν να είναι δέντρα,
τα σπίτια να είναι σπίτια, οι γυναίκες
που μας προσπερνάν είναι γυναίκες.
Όλα είναι εκείνο που είναι,
μονάχα αυτό που είναι.

Η περιπέτεια της χαράς και του πόνου
δεν μας αγγίζει. Έχασε τη φωνή της
η σειρήνα του κόσμου κι ο κόσμος έγινε
μια μεγάλη έρημος.
Στην έρημο
κοιτάζω με μάτια στεγνά τον εαυτό μου.


*
Εγώ που σαν υπνοβάτης τώρα βαδίζω
στους γνωστούς μου συνηθισμένους δρόμους,
όταν σε βλέπω μπροστά μου ανασκιρτώ.

Βαδίζεις μπροστά μου αργά, σαν μια
Βασίλισσα.
Κανονίζω αμέσως
το βήμα μου εγώ, το αφυπνισμένο
με το δικό σου που αντηχεί
σαν πλανεύτρα μουσική.
Πιθανότητες αγάπης και δόξας
συνωστίζονται στην καρδιά μου
και την φουσκώνουν. Η πλεξούδα
στο σβέρκο σου, το φτερό ενός καπέλου,
αποβάλουν αυτόματα τη θλίψη μου.
Ξαναγίνομαι νέος, άπειρος,
Με την καρδιά μου έτοιμη γι’ αλλοφροσύνη.

Ένα φως ανάβει μέσα στο λήθαργό μου.
Όλα είναι μετέωρα, σε στάση αναμονής.
Δεν σκέφτομαι πια. Είμαι βουβός κ’ ευτυχής.
Η καρδιά μου κτυπάει στο ρυθμό των βημάτων σου.

*
Τώρα που καταλάγιασε η ακολασία
κι απέμεινα με τις αισθήσεις μου άδειες,
δεν επιθυμώ ούτε τον θάνατο. Αγνοώ
αν υπάρχει στον κόσμο κανείς
που να με σκέπτεται,
αν ο πατέρας μου ζει.

Αποφεύγω απλώς να το σκέφτομαι.
Κάθε οδυνηρή σκέψη
θα μου φαινόταν τώρα ψεύτικη.
Έως ενός σημείου ο πόνος μας καθιστά
ανθρώπινους κι εγώ αισθάνομαι πως το έχω
ξεπεράσει. Δεν μου χρωστάνε πια
την καλοσύνη τους, γιατί όταν υποφέρεις
για τις ενοχές σου, τη δικαιούσαι
την καλοσύνη.

Αφήνω την αύρα να με χαϊδεύει,
να με φωτίζουν τα φανάρια των στύλων,
να με σπρώχνουν οι περαστικοί, κι εγώ
χωρίς καμιά περιέργεια είμαι βάρκα δίχως
άγκυρα και δίχως πανί, που το σκαρί της
εγκαταλείπει στα κύματα. Παραμένω έτσι,
δίχως σκέψεις κι επιθυμία καμιά, και περιμένω
εκ νέου, χάριν της αιώνιας περιστροφής
του κόσμου, η θέληση για ζωή να επιστρέψει.

*
Το κοριτσάκι που τρέχει κάτω από τα δέντρα
δεν έχει παρά το βάρος της κοτσίδας του,
ένα λιανοτράγουδο στο λαρύγγι.
Τραγουδάει μοναχό του
και χοροπηδάει στο δρόμο-γιατί δεν ξέρει
πως δεν θα βρει μεγαλύτερη χαρά
από εκείνο το ελάχιστο χρυσάφι στους ώμους
από εκείνη τη χαρά στη φωνή.

Κι εμείς που δεν έχουμε
άλλη ευτυχία παρά τις λέξεις,
κι όχι την αναμμένη φωτιά και την ελπίδα
που της φουσκώνουν την καρδιά,
ας μας επιτραπεί να ζητήσουμε,
να πεθάνουμε πρώτα εμείς,
πριν ξεψυχήσει αυτή η μοναδική ομορφιά..


ΣΧΟΛΙΟ
Ο Καμίλο Σμπάρμπαρο (Camillo Sbarbaro) γεννήθηκε στη Σάντα Μαργκερίτα Λίγκουρε το 1888 και πέρασε όλη του τη ζωή στη Λιγκούρια. Μετά από την άρνησή του να γίνει μέλος του φασιστικού κόμματος, απολύθηκε από την εργασία του (καθηγητής μέσης εκπαίδευσης) και βιοπορίστηκε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα.(λατινικά και αρχαία ελληνικά). Ταυτοχρόνως αφιερώθηκε στη βοτανολογία κι απέκτησε διεθνή φήμη στη μελέτη των λειχήνων.
Οι συλλογές ποιημάτων του είναι Resine (1911), Pianissimo (1914), Rimanenze (1955) e Versi a Dina (1961); και διάφορες συλλογές σε ποιητική πρόζα με τον ίδιο τίτλο Trucioli (1910-1940, και 1948). Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση κι απετέλεσε παράδειγμα για τον Σάμπα και τον Μοντάλε ο οποίος του αφιέρωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ossi di seppia, 1925). Πέθανε στο Σποτόρνο το 1967.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Καθρέφτης



Μια μέρα ήρθε στο χωριό γυναίκα ταραντούλα
κι όλοι τρέξαν να τη δουν.
άλλος της πέταξε ψωμί
κι άλλοι της ρίξαν πέτρα
απ' την ασχήμια να σωθούν.

Κι ένα παιδί της χάρισε ένα κόκκινο λουλούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί της ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί

Κι είπε ποτέ σου μην τους πεις
τι άσχημοι που μοιάζουν,
αυτοί που σε σιχαίνονται
μα στέκουν και κοιτάζουν.

Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλον μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν' κομμάτια.

Μια μέρα ήρθε στο χωριό
άγγελος πληγωμένος.
Τον φέρανε σε ένα κλουβί
κι έκοβε εισιτήριο ο κόσμος αγριεμένος,
την ομορφιά του για να δει.

Κι ένα παιδί σαν δάκρυ ωραίο αγγελούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί του ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί

Κι είπε αν θέλεις να σωθείς
από την ομορφιά σου,
πάρε τσεκούρι και σπαθί
και κόψε τα φτερά σου.

Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλο μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν' κομμάτια.


Στίχοι: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Μουσική: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Η Ψήφος της Aθηνάς


Ότε το δίκαιον λύσεως αμοιρεί,
ότε η κρίσις των ανθρώπων απορεί
και ανωτέρας αρωγής και φώτων χρήζει,
οι δικασταί σιγώσιν ασθενείς, μικροί,
κ’ η ευσπλαγχνία των Θεών αποφασίζει.

Εις τους δημότας Aθηνών είπ’ η Παλλάς·
«Το δικαστήριόν σας ίδρυσα. Ελλάς
ή άλλη πόλις ενδοξότερον ποτέ
δεν θέλει αποκτήσει. Άνδρες δικασταί,
φανείτ’ αντάξιοι αυτού. Aνοίκεια
πάθη απαρνηθείτε. Επιείκεια
το δίκαιον να συνοδεύη. Aυστηρά
αν ην’ η κρίσις σας, ας ήναι καθαρά
επίσης — ως αδάμας άσπιλος, αγνή.
Το έργον σας εις τ’ αγαθά και ευγενή
να ήναι οδηγία, και διοίκησις
σώφρων. Ουδέποτε μωρά εκδίκησις.»

Aπήντησαν εν συγκινήσει οι αστοί·
«Ω δέσποινα, ο νους ημών αδυνατεί
ευγνωμοσύνης φόρον ν’ εύρη επαρκή
εις την λαμπράν ευεργεσίαν.»

Η γλαυκή
τους οφθαλμούς θεά απήντησε· «Θνητοί,
το Θείον εξ υμών μισθόν δεν απαιτεί.
Ενάρετοι και αμερόληπτοι εστέ·
τούτο μ’ αρκεί. Εξ άλλου, άνδρες δικασταί,
ψήφου μιας εφύλαξα δικαίωμα.»

Είπον οι δικασταί· «Εις το στερέωμα
το αστερόεν ζώσα, παρ’ ημίν, Θεά,
ενταύθα πώς ψηφίσεις;»


;«Μη σας ανιά
η απορία αύτη. Εγκρατής ειμί
εν τω ψηφίζειν. Aλλ’ αν ευρεθή στιγμή
καθ’ ην διαιρεθήτ’ εις δύο σώματα,
οι μεν υπέρ, οι δε κατά, τα δώματα
χωρίς ν’ αφίσω τ’ ουρανού, υμείς αυτοί
την ψήφον μου θα χρησιμεύετε. Aστοί,
εις τον κατηγορούμενον επιθυμώ
πάντοτε να χαρίζηται. Εν τω θυμώ
της Aθηνάς σας η συγχώρησις οικεί
μεγάλη, ατερμάτιστος, προγονική,
ένστικτον εκ της Μήτιδος, η κορωνίς
σοφίας υπερτάτης εν τοις ουρανοίς.»


(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=164&cat=2

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Simple Man


Απλός Άνθρωπος

Η μητέρα μου είπε όταν ήμουν μικρός
Κάτσε δίπλα μου μοναδικό μου παιδί
Και άκου προσεκτικά τι θα σου πω
Και αν το κάνεις θα σε βοηθήσει κάποια ηλιόλουστη μέρα


Ω, κάνε τα πράγματα με το πάσο σου, μην ζεις γρήγορα
Προβλήματα θα έρθουν και θα φύγουν
Θα βρεις μια γυναίκα και θα βρεις αγάπη
Και μην ξεχνάς γιε μου ότι υπάρχει κάποιος εκεί ψηλά.


Και γίνε ένα απλό είδος ανθρώπου
Και γίνε κάτι που θα το αγαπάς και θα το καταλαβαίνεις
Μωρό μου γίνε ένα απλό είδος ανθρώπου
Ω, δεν θα το κάνεις για μένα γιε μου, αν μπορείς;


Μην πάρεις τα πάθη σου από τον χρυσό του πλουσίου
Ότι χρειάζεσαι βρίσκεται μέσα στη ψυχή σου
Και μπορείς να το κάνεις, μωρό μου αν προσπαθήσεις
Ότι θέλω από σένα γιε μου είναι να είσαι ικανοποιημένος


Και γίνε ένα απλό είδος ανθρώπου
Και γίνε κάτι που θα το αγαπάς και θα το καταλαβαίνεις
Μωρό μου γίνε ένα απλό είδος ανθρώπου
Ω, δεν θα το κάνεις για μένα γιε μου, αν μπορείς;

Ω, μην ανησυχείς, θα βρεις τον εαυτό σου
Ακολούθα την καρδιά σου και τίποτα άλλο
Και μπορείς να το κάνεις, μωρό μου αν προσπαθήσεις
Ότι θέλω από σένα γιε μου είναι να είσαι ικανοποιημένος


Simple Man
(Lynyrd Skynyrd)

My mama told me when I was young
Said sit beside me my only son
And listen closely to what I say
And if you do this it'll help you some sunny day

Oh, take your time, don't live too fast
Troubles will come and they will pass
You'll find a woman and you'll find love
And don't forget that there is a someone up above

And be a simple kind of man
And be something you'll love and understand
Baby be a simple kind of man
Oh, won't you do this for me son if you can?

Don't get your lust from the rich man's gold
All that you need now is in your soul
And you can do this, oh baby if you try
All that I want from you my son is to be satisfied

And be a simple kind of man
And be something you'll love and understand
Baby be a simple kind of man
Oh, won't you do this for me son if you can?

Oh, don't you worry, you'll find yourself
Follow your heart and nothing else
And you can do this, oh baby if you try
All that I want from you my son is to be satisfied

And be a simple kind of man
Be something you'll love and understand
Baby be a simple kind of man
Oh, won't you do this for me son if you can?
So baby be a simple, be a simple man
Oh, won't you do this for me son if you can?



Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Οι Εφτά Γέροντες




XC.- Οι Εφτά Γέροντες

στον Βίκτωρ Ουγκώ
 

Πόλη γεμάτη σμήνη, γεμάτη όνειρα,
Εκεί που το φάντασμα εν μέσω ημέρας πλευρίζει τον διαβάτη!
Τα μυστήρια παντού τρέχουν σαν τους χυμούς δέντρου
Μέσα στα στενά κανάλια ενός παντοδύναμου γίγαντα.



Ένα πρωινό, μέσα σε ένα λυπητερό δρόμο
Τα σπίτια, τα οποία η ομίχλη επιμήκυνε σε ύψος,
Προσομοιώνοντας τις δύο όχθες ενός ποταμού φουσκωμένου,
Και μ' ένα ντεκόρ που έμοιαζε με την ψυχή ενός ηθοποιού,


Μια βρώμικη και κίτρινη ομίχλη πλημμύρισε όλο το χώρο,
Ακολουθούσα, με νεύρα από ατσάλι σαν ένας ήρωας
Και συνομιλώντας με την ήδη κουρασμένη ψυχή μου,
Τα προάστια που τρέμανε από τα βαριά σκουπιδιάρικα.


Ξαφνικά, ένας γέροντας του οποίου τα κιτρινισμένα κουρέλια
Μιμούνταν το χρώμα αυτού του βροχερού ουρανού,
Και του οποίου η όψη θα μπορούσε να κάνει να βρέξει ελεημοσύνες,
Χωρίς η κακία που έλαμπε μέσα από τα μάτια του,


μου γινόταν αντιληπτή. κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η κόρη του ματιού του


ήταν μουσκεμένη μέσα στην πίκρα. Η ματιά του ακόνιζε το κρύο,
Και η μακρυά γενειάδα του, άκαμπτη σαν ένα σπαθί,
προέβαλλε, παρόμοια μ' αυτή του Ιούδα.


Δεν ήταν λυγισμένος, αλλά τσακισμένος, η ραχοκοκκαλιά του

έκανε με την γάμπα του μια τέλεια ορθή γωνία,
ούτως ώστε το δεκανίκι του, αποπερατώνοντας την εμφάνιση του,
του έδινε την μορφή και το περπάτημα αδέξιου

αδύναμου τετράποδου ή ενός Εβραίου με τρία πόδια.
Μέσα στο χιόνι και τη λάσπη προχωρούσε με δυσκολία,
Σαν να συνέτριβε τους νεκρούς κάτω από τα παλιοπάπουτσά του,
Εχθρικός προς το σύμπαν παρά αδιάφορος.


Ο όμοιος του ακολούθησε: γενειάδα, μάτι, πλάτη, δεκανίκι, κουρέλια,
Τίποτα να ξεχωρίζει, από την ίδια κόλαση ερχόμενος,
Αυτός ο δίδυμος εκατονταετής, και αυτά τα παράξενα φαντάσματα
Περπατούσαν με τον ίδιο βηματισμό προς ένα άγνωστο σκοπό.


Από ποιο άδικο σχέδιο ήμουν λοιπόν εκτεθειμένος,
Ή ποια κακή τύχη με ταπείνωνε;
Διότι μέτρησα επτά φορές λεπτό προς λεπτό,
Αυτόν τον αποτρόπαιο γέροντα που πολλαπλασιαζόταν!


Αυτός ο οποίος γελά με την ανησυχία μου,
Και ο οποίος δεν κατανοεί το αδελφικό μου τρέμουλο,
Να σκεφτεί καλά ότι παρά την εξασθένιση του γήρατος
Αυτά τα επτά απαίσια τέρατα είχαν όψη αιώνια!


Θα μπορούσα, χωρίς να πεθάνω, να δω τον όγδοο,
Αμείλικτο σωσία, ειρωνικό και θανατηφόρο,
Αποκρουστικό Φοίνικα, γιο και πατέρα του εαυτού του;
- Αλλά γύρισα την πλάτη στη διαβολική πομπή.


Εξοργισμένος σαν ένα μεθύστακα που βλέπει διπλά,
Γύρισα, έκλεισα την πόρτα μου, τρομαγμένος,
Άρρωστος και μουσκεμένος, το πνεύμα με πυρετό και σε σύγχιση,
Πληγωμένο από το μυστήριο και τον παραλογισμό!


Μάταια η λογική μου ήθελε να πιάσει το πηδάλιο,
Η καταιγίδα παίζοντας παρέκαμπτε τις προσπάθειες μου,
Και η ψυχή μου χόρευε, χόρευε, σαπιοκάραβο
Χωρίς ιστία, πάνω σε μια θάλασσα τερατώδη και χωρίς ακτές!


Μεταφρ.: Ιπτάμενος Ολλανδός
Το ποίημα είναι από τη βιβλίο "Τα άνθη του Κακού" από τη συλλογή "Πίνακες του Παρισιού"



XC.- Les Sept vieillards


À Victor Hugo


Fourmillante cité, cité pleine de rêves,
Où le spectre en plein jour raccroche le passant!
Les mystères partout coulent comme des sèves
Dans les canaux étroits du colosse puissant.


Un matin, cependant que dans la triste rue
Les maisons, dont la brume allongeait la hauteur,
Simulaient les deux quais d'une rivière accrue,
Et que, décor semblable à l'âme de l'acteur,


Un brouillard sale et jaune inondait tout l'espace,
Je suivais, roidissant mes nerfs comme un héros
Et discutant avec mon âme déjà lasse,
Le faubourg secoué par les lourds tombereaux.


Tout à coup, un vieillard dont les guenilles jaunes
Imitaient la couleur de ce ciel pluvieux,
Et dont l'aspect aurait fait pleuvoir les aumônes,
Sans la méchanceté qui luisait dans ses yeux,


M'apparut. On eût dit sa prunelle trempée
Dans le fiel; son regard aiguisait les frimas,
Et sa barbe à longs poils, roide comme une épée,
Se projetait, pareille à celle de Judas.


II n'était pas voûté, mais cassé, son échine
Faisant avec sa jambe un parfait angle droit,
Si bien que son bâton, parachevant sa mine,
Lui donnait la tournure et le pas maladroit


D'un quadrupède infirme ou d'un juif à trois pattes.
Dans la neige et la boue il allait s'empêtrant,
Comme s'il écrasait des morts sous ses savates,
Hostile à l'univers plutôt qu'indifférent.


Son pareil le suivait: barbe, oeil, dos, bâton, loques,
Nul trait ne distinguait, du même enfer venu,
Ce jumeau centenaire, et ces spectres baroques
Marchaient du même pas vers un but inconnu.


À quel complot infâme étais-je donc en butte,
Ou quel méchant hasard ainsi m'humiliait?
Car je comptai sept fois, de minute en minute,
Ce sinistre vieillard qui se multipliait!


Que celui-là qui rit de mon inquiétude
Et qui n'est pas saisi d'un frisson fraternel
Songe bien que malgré tant de décrépitude
Ces sept monstres hideux avaient l'air éternel!


Aurais-je, sans mourir, contemplé le huitième,
Sosie inexorable, ironique et fatal
Dégoûtant Phénix, fils et père de lui-même?
— Mais je tournai le dos au cortège infernal.


Exaspéré comme un ivrogne qui voit double,
Je rentrai, je fermai ma porte, épouvanté,
Malade et morfondu, l'esprit fiévreux et trouble,
Blessé par le mystère et par l'absurdité!


Vainement ma raison voulait prendre la barre;
La tempête en jouant déroutait ses efforts,
Et mon âme dansait, dansait, vieille gabarre
Sans mâts, sur une mer monstrueuse et sans bords!

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Μάρκος


Μιλάμε για το Μάρκο, ποτέ δε δάγκωσε κανέναν
τα μάτια του, τα μάτια του - αγαπούσαν αλλά φοβισμένα
οι ιδιοκτήτες του τον είχαν το μισό καιρό δεμένο, το μισό καιρό λυτό
ούτε κι αυτοί ήξεραν από το Μάρκο τι ζητούσαν
του 'ριχναν ξεροκόμματα για φαγητό - έγινε κλέφτης
τις νύχτες έσκιζε σακούλες σκουπιδιών.
Μια μέρα θα τον στέλνανε στο άσυλο
μετά κλαίγαμε, άλλαξαν γνώμη,
ξανά ο Μάρκος δεμένος - λυτός
συχνά του έδινα κι εγώ κάτι
σκέφτηκα να τους τον πάρω αλλά δεν ήμουν σίγουρη
αν θα μπορούσα υπεύθυνα να τον αναλάβω.
Μια φορά τον είχα ανάγκη, πήγαμε μεγάλη βόλτα
μιλήσαμε τη γλώσσα των σκυλιών
τα μάτια , μιλάμε για τα μάτια του Μάρκου, τα μάτια του Μάρκου
τα χέρια που τον δηλητηρίασαν να πάθουν καρκίνο
είπαν οι ιδιοκτήτες του, μιλάμε για τα μάτια του Μάρκου
το πρωί εκείνο και σκοτωμένα ακόμα αγαπούσαν - αλλά φοβισμένα.
Γιατί, γιατί,
σήμερα που ο ήλιος με κινήσεις θεού - ηδονιστή -
τα φύλλα των δέντρων γυαλίζει απάνω στα παγκάκια
γιατί, γιατί ο Μάρκος να λείπει, γιατί να μην ζει
μιλάμε για ψέματα - οι ιδιοκτήτες του μπορούνε να κλαίνε εύκολα
τα ίδια δάκρυα τα καλοκαίρια... στα αναψυκτικά τους πιπιλάνε
στα αναψυκτικά μας τα βουτάνε αντί για παγάκια,
τα ίδια δάκρυα κάνουν αντιπαθητικά τα καλοκαίρια
τα δάκρυα των ιδιοκτητών που δεν ξέρουν τι ζητάνε
το ρόλο τους καλά τον παίζουν κι έτσι μας μπερδεύουν
κι έτσι μας πολεμάνε - το ρόλο τους καλά τον παίζουν
κι έτσι μας μπερδεύουν κι έτσι μας πολεμάνε.



Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

ΛΗΘΗ


Λορέντζος Μαβίλης (Ἰθάκη 1860 - Δρίσκος Ἰωαννίνων 1912) 
ποιητής, κυρίως σονέτων, δημοτικιστὴς καὶ ἐθνικὸς ἀγωνιστής.
 


Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.


Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.


Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.


Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

 

Τα Έργα (1928)

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

To Posterity


Bertolt Brecht
(1898 - 1956)

Στους Μεταγενέστερους


I.


Ζω πράγματι στον μεσαίωνα!

Ο άδολος λόγος είναι παραλογισμός. Ένα λείο μέτωπο είναι εχέγγυο
μιας σκληρής καρδιάς. Εκείνος που γελά
δεν έχει ακόμα ακούσει
τη φοβερή είδηση.


Αχ, σε τι καιρούς ζούμε
όταν το να μιλάς για δέντρα είναι σχεδόν έγκλημα
Γιατί είναι ένα είδος σιωπής η αδικία!
Και αυτός που διασχίζει ήρεμα το δρόμο,
δεν είναι μακριά από τους φίλους του
σε μπελάδες;


Είναι αλήθεια: Κερδίζω τα προς το ζειν
Αλλά, πιστέψτε με, είναι μόνο από τύχη.
Τίποτα απ'όσα κάνω μου δίνει το δικαίωμα να φάω τη μερίδα μου.
Από τύχη την γλύτωσα.  (Αν μ'αφήσει η τύχη μου 
είμαι χαμένος)


Μου λένε: φάε και πιες.
Να χαίρεσαι που τα έχεις!
Αλλά πως μπορώ να φάω και να πιώ
όταν το φαγητό μου έχει αρπαχθεί από τους πεινασμένους
Και το ποτήρι με το νερό μου ανήκει στους διψασμένους;
Και όμως τρώω και πίνω.


Θα ήθελα ευχαρίστως να είμαι σοφός.
Τα αρχαία βιβλία μας λένε τι είναι σοφία:
Αποφύγετε τις συγκρούσεις του κόσμου
Ζήστε το λίγο χρόνο σας
φοβούμενοι κανένα
χωρίς να χρησιμοποιείτε βία

Ανταποδίδοντας καλό για το κακό.
Όχι η εκπλήρωση της επιθυμίας αλλά η λησμοσύνη
περνιέται για σοφία.
Δεν μπορώ να κάνω κανένα από τα παραπάνω:
Ζω πράγματι στο μεσαίωνα!




ΙΙ.


Στις πόλεις ήρθα σε μια εποχή αναταραχής
που τις κυβερνούσε η πείνα.
Κατοίκησα με τους ανθρώπους την εποχή της ταραχής
και μετά έλαβα μέρος στην εξέργεση τους.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.


Έφαγα τα δείπνα μου ανάμεσα σε μάχες,
ξάπλωσα να κοιμηθώ ανάμεσα σε δολοφόνους,
δεν μ'ενδιέφερε και πολύ η αγάπη
και για τις ομορφιές της φύσης είχα λίγη υπομονή.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.

Όλοι οι δρόμοι της πόλης οδηγούσαν σε βάλτους τον καιρό μου,
η ομιλία μου με πρόδωσε στους χασάπηδες.
Λίγα μόνο μπορούσα να κάνω
αλλά χωρίς εμένα αυτοί που κυβερνούσαν θα μπορούσαν να κοιμηθούν τόσο εύκολα:
αυτό ήταν που ήλπιζα.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.

Οι δυνάμεις μας ήταν μικρές και ασήμαντες,
ο στόχος μας ήταν κάπου μακριά
καθαρός στα βλέμματα μας,
αν και για μένα προσωπικά, ανέφικτος.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.


ΙΙΙ.


Εσείς που θα αναδυθείτε στην επιφάνεια
από τις πλημμύρες που μας σαρώσαν και μας πνίξανε όλους
πρέπει να σκεφτείτε, όταν μιλάτε για τις αδυναμίες μας τους καιρούς του σκοταδιού,
ότι δεν είχατε να αντιμετωπίσετε:


Μέρες όπου είχαμε συνηθίσει να αλλάζουμε χώρες
πιο συχνά από παπούτσια,
μέσα από την πάλη των τάξεων απελπισμένοι
για το ότι υπήρχε μόνο αδικία και όχι οργή.


Ακόμα και έτσι συνειδητοποιήσαμε
ότι το μίσος της καταπίεσης παρ'όλα αυτά παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά,
ότι ο θυμός στην αδικία παρ'όλα αυτά τις φωνές ανυψώνει και ασχημίζει.
Ω εμείς, οι οποίοι επιθυμούσαμε να θέσουμε τα θεμέλια για ειρήνη και φιλικότητα,

δεν μπορούσαμε ποτέ να είμαστε φιλικοί.


Και στο μέλλον όταν πλέον 
οι άνθρωποι δεν θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο σαν ζώα,
να μας αναπολείς με επιείκεια.


To Posterity

I.

Indeed I live in the dark ages!
A guileless word is an absurdity. A smooth forehead betokens
A hard heart. He who laughs
Has not yet heard
The terrible tidings.

Ah, what an age it is
When to speak of trees is almost a crime
For it is a kind of silence about injustice!
And he who walks calmly across the street,
Is he not out of reach of his friends
In trouble?

It is true: I earn my living
But, believe me, it is only an accident.
Nothing that I do entitles me to eat my fill.
By chance I was spared. (If my luck leaves me
I am lost.)

They tell me: eat and drink. Be glad you have it!
But how can I eat and drink
When my food is snatched from the hungry
And my glass of water belongs to the thirsty?
And yet I eat and drink.

I would gladly be wise.
The old books tell us what wisdom is:
Avoid the strife of the world
Live out your little time
Fearing no one
Using no violence
Returning good for evil --
Not fulfillment of desire but forgetfulness
Passes for wisdom.
I can do none of this:
Indeed I live in the dark ages!


II.


To the cities I came in a time of disorder
That was ruled by hunger.
I sheltered with the people in a time of uproar
And then I joined in their rebellion.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.

I ate my dinners between the battles,
I lay down to sleep among the murderers,
I didn't care for much for love
And for nature's beauties I had little patience.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.

The city streets all led to foul swamps in my time,
My speech betrayed me to the butchers.
I could do only little
But without me those that ruled could not sleep so easily:
That's what I hoped.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.

Our forces were slight and small,
Our goal lay in the far distance
Clearly in our sights,
If for me myself beyond my reaching.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.


III.

You who will come to the surface
From the flood that's overwhelmed us and drowned us all
Must think, when you speak of our weakness in times of darkness
That you've not had to face:

Days when we were used to changing countries
More often than shoes,
Through the war of the classes despairing
That there was only injustice and no outrage.

Even so we realised
Hatred of oppression still distorts the features,
Anger at injustice still makes voices raised and ugly.
Oh we, who wished to lay for the foundations for peace and friendliness,
Could never be friendly ourselves.

And in the future when no longer
Do human beings still treat themselves as animals,
Look back on us with indulgence.

Μετάφραση από το αγγλικό κείμενο: Ιπτάμενος Ολλανδός

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

A Psalm of Life


Henry Wadsworth Longfellow
(1807-1882 / Portland / United States)


Ένας ψαλμός της ζωής



Πες μου όχι με πένθιμους αριθμούς,

Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από ένα άδειο όνειρο!

Για την ψυχή είναι νεκρό ότι κοιμάται,

Και τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.



Η ζωή είναι πραγματική! Η ζωή είναι σοβαρή!

Και ο τάφος δεν είναι σκοπός της·

Χους ην και εις χουν απελεύσητω,

Δεν ειπώθηκε για την ψυχή.



Ούτε απόλαυση, ούτε και θλίψη,

Είναι το προορισμένο τέλος μας ή τρόπος·

Αλλά να δράσουμε, ώστε κάθε αύριο

Να μας βρει μακρύτερα από ό, τι σήμερα.



Η τέχνη είναι μεγάλη, και χρόνος είναι φευγαλέος,

Και οι καρδιές μας, αν και σθεναρές και γενναίες,

Ακόμα, όπως τα βουβά τύμπανα, χτυπάνε

Πένθιμες πορείες προς τον τάφο.



Στου κόσμου το ευρύ πεδίο της μάχης,

Στο καταυλισμό της Ζωής,

Μην είσαι σαν τα χαζά, καθοδηγούμενα βοοειδή!

Να είσαι ένας ήρωας στον αγώνα!



Μην εμπιστεύεσαι οποιοδήποτε μέλλον, όσο ευχάριστο!

Αφήστε το νεκρό παρελθόν να θάψει τους νεκρούς του!

Πράξη, - πράξη στο πλαίσιο της παρούσας ζωής!

Καρδιά μέσα, και ο Θεός από πάνω!



Όλες οι ζωές των μεγάλων ανδρών μας υπενθυμίζουν

Μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας πανέμορφη,

Και, αναχωρώντας, να αφήσουμε πίσω μας

Πατημασιές στην άμμο του χρόνου·



Πατημασιές, που ίσως ένας άλλος,

Πλέοντας πάνω απ' της ζωής τον κύριο αγωγό,

Απεγνωσμένος και ναυαγός αδελφός,

Βλέποντας, θα πάρει θάρρος ξανά.



Ας είμαστε λοιπόν έτοιμοι και δραστήριοι,

Με μιά καρδιά για κάθε τύχη·

Εξακολουθώντας να επιτυγχάνουμε, εξακολουθώντας να επιδιώκουμε,

Μαθαίνοντας να εργαζόμαστε και να περιμένουμε.



A Psalm of Life

Tell me not in mournful numbers,
Life is but an empty dream!
For the soul is dead that slumbers,
And things are not what they seem.

Life is real! Life is earnest!
And the grave is not its goal;
Dust thou are, to dust thou returnest,
Was not spoken of the soul.

Not enjoyment, and not sorrow,
Is our destined end or way;
But to act, that each tomorrow
Find us farther than today.

Art is long, and Time is fleeting,
And our hearts, though stout and brave,
Still, like muffled drums, are beating
Funeral marches to the grave.

In the world's broad field of battle,
In the bivouac of Life,
Be not like dumb, driven cattle!
Be a hero in the strife!

Trust no Future, howe'er pleasant!
Let the dead Past bury its dead!
Act, - act in the living Present!
Heart within, and God o'erhead!

Lives of great men all remind us
We can make our lives sublime,
And, departing, leave behind us
Footprints on the sand of time;

Footprints, that perhaps another,
Sailing o'er life's solenm main,
A forlorn and shipwrecked brother,
Seeing, shall take heart again.

Let us then be up and doing,
With a heart for any fate;
Still achieving, still pursuing,
Learn to labor and to wait.

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin