Πόλη γεμάτη σμήνη, γεμάτη όνειρα,
Εκεί που το φάντασμα εν μέσω ημέρας πλευρίζει τον διαβάτη!
Τα μυστήρια παντού τρέχουν σαν τους χυμούς δέντρου
Μέσα στα στενά κανάλια ενός παντοδύναμου γίγαντα.
Ένα πρωινό, μέσα σε ένα λυπητερό δρόμο
Τα σπίτια, τα οποία η ομίχλη επιμήκυνε σε ύψος,
Προσομοιώνοντας τις δύο όχθες ενός ποταμού φουσκωμένου,
Και μ' ένα ντεκόρ που έμοιαζε με την ψυχή ενός ηθοποιού,
Μια βρώμικη και κίτρινη ομίχλη πλημμύρισε όλο το χώρο,
Ακολουθούσα, με νεύρα από ατσάλι σαν ένας ήρωας
Και συνομιλώντας με την ήδη κουρασμένη ψυχή μου,
Τα προάστια που τρέμανε από τα βαριά σκουπιδιάρικα.
Ξαφνικά, ένας γέροντας του οποίου τα κιτρινισμένα κουρέλια
Μιμούνταν το χρώμα αυτού του βροχερού ουρανού,
Και του οποίου η όψη θα μπορούσε να κάνει να βρέξει ελεημοσύνες,
Χωρίς η κακία που έλαμπε μέσα από τα μάτια του,
μου γινόταν αντιληπτή. κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η κόρη του ματιού του
ήταν μουσκεμένη μέσα στην πίκρα. Η ματιά του ακόνιζε το κρύο,
Και η μακρυά γενειάδα του, άκαμπτη σαν ένα σπαθί,
προέβαλλε, παρόμοια μ' αυτή του Ιούδα.
Δεν ήταν λυγισμένος, αλλά τσακισμένος, η ραχοκοκκαλιά του
έκανε με την γάμπα του μια τέλεια ορθή γωνία,
ούτως ώστε το δεκανίκι του, αποπερατώνοντας την εμφάνιση του,
του έδινε την μορφή και το περπάτημα αδέξιου
αδύναμου τετράποδου ή ενός Εβραίου με τρία πόδια.
Μέσα στο χιόνι και τη λάσπη προχωρούσε με δυσκολία,
Σαν να συνέτριβε τους νεκρούς κάτω από τα παλιοπάπουτσά του,
Εχθρικός προς το σύμπαν παρά αδιάφορος.
Ο όμοιος του ακολούθησε: γενειάδα, μάτι, πλάτη, δεκανίκι, κουρέλια,
Τίποτα να ξεχωρίζει, από την ίδια κόλαση ερχόμενος,
Αυτός ο δίδυμος εκατονταετής, και αυτά τα παράξενα φαντάσματα
Περπατούσαν με τον ίδιο βηματισμό προς ένα άγνωστο σκοπό.
Από ποιο άδικο σχέδιο ήμουν λοιπόν εκτεθειμένος,
Ή ποια κακή τύχη με ταπείνωνε;
Διότι μέτρησα επτά φορές λεπτό προς λεπτό,
Αυτόν τον αποτρόπαιο γέροντα που πολλαπλασιαζόταν!
Αυτός ο οποίος γελά με την ανησυχία μου,
Και ο οποίος δεν κατανοεί το αδελφικό μου τρέμουλο,
Να σκεφτεί καλά ότι παρά την εξασθένιση του γήρατος
Αυτά τα επτά απαίσια τέρατα είχαν όψη αιώνια!
Θα μπορούσα, χωρίς να πεθάνω, να δω τον όγδοο,
Αμείλικτο σωσία, ειρωνικό και θανατηφόρο,
Αποκρουστικό Φοίνικα, γιο και πατέρα του εαυτού του;
- Αλλά γύρισα την πλάτη στη διαβολική πομπή.
Εξοργισμένος σαν ένα μεθύστακα που βλέπει διπλά,
Γύρισα, έκλεισα την πόρτα μου, τρομαγμένος,
Άρρωστος και μουσκεμένος, το πνεύμα με πυρετό και σε σύγχιση,
Πληγωμένο από το μυστήριο και τον παραλογισμό!
Μάταια η λογική μου ήθελε να πιάσει το πηδάλιο,
Η καταιγίδα παίζοντας παρέκαμπτε τις προσπάθειες μου,
Και η ψυχή μου χόρευε, χόρευε, σαπιοκάραβο
Χωρίς ιστία, πάνω σε μια θάλασσα τερατώδη και χωρίς ακτές!
Μεταφρ.: Ιπτάμενος Ολλανδός
Το ποίημα είναι από τη βιβλίο "Τα άνθη του Κακού" από τη συλλογή "Πίνακες του Παρισιού"
XC.- Les Sept vieillards
À Victor Hugo
Fourmillante cité, cité pleine de rêves,
Où le spectre en plein jour raccroche le passant!
Les mystères partout coulent comme des sèves
Dans les canaux étroits du colosse puissant.
Un matin, cependant que dans la triste rue
Les maisons, dont la brume allongeait la hauteur,
Simulaient les deux quais d'une rivière accrue,
Et que, décor semblable à l'âme de l'acteur,
Un brouillard sale et jaune inondait tout l'espace,
Je suivais, roidissant mes nerfs comme un héros
Et discutant avec mon âme déjà lasse,
Le faubourg secoué par les lourds tombereaux.
Tout à coup, un vieillard dont les guenilles jaunes
Imitaient la couleur de ce ciel pluvieux,
Et dont l'aspect aurait fait pleuvoir les aumônes,
Sans la méchanceté qui luisait dans ses yeux,
M'apparut. On eût dit sa prunelle trempée
Dans le fiel; son regard aiguisait les frimas,
Et sa barbe à longs poils, roide comme une épée,
Se projetait, pareille à celle de Judas.
II n'était pas voûté, mais cassé, son échine
Faisant avec sa jambe un parfait angle droit,
Si bien que son bâton, parachevant sa mine,
Lui donnait la tournure et le pas maladroit
D'un quadrupède infirme ou d'un juif à trois pattes.
Dans la neige et la boue il allait s'empêtrant,
Comme s'il écrasait des morts sous ses savates,
Hostile à l'univers plutôt qu'indifférent.
Son pareil le suivait: barbe, oeil, dos, bâton, loques,
Nul trait ne distinguait, du même enfer venu,
Ce jumeau centenaire, et ces spectres baroques
Marchaient du même pas vers un but inconnu.
À quel complot infâme étais-je donc en butte,
Ou quel méchant hasard ainsi m'humiliait?
Car je comptai sept fois, de minute en minute,
Ce sinistre vieillard qui se multipliait!
Que celui-là qui rit de mon inquiétude
Et qui n'est pas saisi d'un frisson fraternel
Songe bien que malgré tant de décrépitude
Ces sept monstres hideux avaient l'air éternel!
Aurais-je, sans mourir, contemplé le huitième,
Sosie inexorable, ironique et fatal
Dégoûtant Phénix, fils et père de lui-même?
— Mais je tournai le dos au cortège infernal.
Exaspéré comme un ivrogne qui voit double,
Je rentrai, je fermai ma porte, épouvanté,
Malade et morfondu, l'esprit fiévreux et trouble,
Blessé par le mystère et par l'absurdité!
Vainement ma raison voulait prendre la barre;
La tempête en jouant déroutait ses efforts,
Et mon âme dansait, dansait, vieille gabarre
Sans mâts, sur une mer monstrueuse et sans bords!