Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

To Posterity


Bertolt Brecht
(1898 - 1956)

Στους Μεταγενέστερους


I.


Ζω πράγματι στον μεσαίωνα!

Ο άδολος λόγος είναι παραλογισμός. Ένα λείο μέτωπο είναι εχέγγυο
μιας σκληρής καρδιάς. Εκείνος που γελά
δεν έχει ακόμα ακούσει
τη φοβερή είδηση.


Αχ, σε τι καιρούς ζούμε
όταν το να μιλάς για δέντρα είναι σχεδόν έγκλημα
Γιατί είναι ένα είδος σιωπής η αδικία!
Και αυτός που διασχίζει ήρεμα το δρόμο,
δεν είναι μακριά από τους φίλους του
σε μπελάδες;


Είναι αλήθεια: Κερδίζω τα προς το ζειν
Αλλά, πιστέψτε με, είναι μόνο από τύχη.
Τίποτα απ'όσα κάνω μου δίνει το δικαίωμα να φάω τη μερίδα μου.
Από τύχη την γλύτωσα.  (Αν μ'αφήσει η τύχη μου 
είμαι χαμένος)


Μου λένε: φάε και πιες.
Να χαίρεσαι που τα έχεις!
Αλλά πως μπορώ να φάω και να πιώ
όταν το φαγητό μου έχει αρπαχθεί από τους πεινασμένους
Και το ποτήρι με το νερό μου ανήκει στους διψασμένους;
Και όμως τρώω και πίνω.


Θα ήθελα ευχαρίστως να είμαι σοφός.
Τα αρχαία βιβλία μας λένε τι είναι σοφία:
Αποφύγετε τις συγκρούσεις του κόσμου
Ζήστε το λίγο χρόνο σας
φοβούμενοι κανένα
χωρίς να χρησιμοποιείτε βία

Ανταποδίδοντας καλό για το κακό.
Όχι η εκπλήρωση της επιθυμίας αλλά η λησμοσύνη
περνιέται για σοφία.
Δεν μπορώ να κάνω κανένα από τα παραπάνω:
Ζω πράγματι στο μεσαίωνα!




ΙΙ.


Στις πόλεις ήρθα σε μια εποχή αναταραχής
που τις κυβερνούσε η πείνα.
Κατοίκησα με τους ανθρώπους την εποχή της ταραχής
και μετά έλαβα μέρος στην εξέργεση τους.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.


Έφαγα τα δείπνα μου ανάμεσα σε μάχες,
ξάπλωσα να κοιμηθώ ανάμεσα σε δολοφόνους,
δεν μ'ενδιέφερε και πολύ η αγάπη
και για τις ομορφιές της φύσης είχα λίγη υπομονή.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.

Όλοι οι δρόμοι της πόλης οδηγούσαν σε βάλτους τον καιρό μου,
η ομιλία μου με πρόδωσε στους χασάπηδες.
Λίγα μόνο μπορούσα να κάνω
αλλά χωρίς εμένα αυτοί που κυβερνούσαν θα μπορούσαν να κοιμηθούν τόσο εύκολα:
αυτό ήταν που ήλπιζα.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.

Οι δυνάμεις μας ήταν μικρές και ασήμαντες,
ο στόχος μας ήταν κάπου μακριά
καθαρός στα βλέμματα μας,
αν και για μένα προσωπικά, ανέφικτος.
Έτσι πέρασα τον καιρό που μου δόθηκε σ'αυτή τη Γη.


ΙΙΙ.


Εσείς που θα αναδυθείτε στην επιφάνεια
από τις πλημμύρες που μας σαρώσαν και μας πνίξανε όλους
πρέπει να σκεφτείτε, όταν μιλάτε για τις αδυναμίες μας τους καιρούς του σκοταδιού,
ότι δεν είχατε να αντιμετωπίσετε:


Μέρες όπου είχαμε συνηθίσει να αλλάζουμε χώρες
πιο συχνά από παπούτσια,
μέσα από την πάλη των τάξεων απελπισμένοι
για το ότι υπήρχε μόνο αδικία και όχι οργή.


Ακόμα και έτσι συνειδητοποιήσαμε
ότι το μίσος της καταπίεσης παρ'όλα αυτά παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά,
ότι ο θυμός στην αδικία παρ'όλα αυτά τις φωνές ανυψώνει και ασχημίζει.
Ω εμείς, οι οποίοι επιθυμούσαμε να θέσουμε τα θεμέλια για ειρήνη και φιλικότητα,

δεν μπορούσαμε ποτέ να είμαστε φιλικοί.


Και στο μέλλον όταν πλέον 
οι άνθρωποι δεν θα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο σαν ζώα,
να μας αναπολείς με επιείκεια.


To Posterity

I.

Indeed I live in the dark ages!
A guileless word is an absurdity. A smooth forehead betokens
A hard heart. He who laughs
Has not yet heard
The terrible tidings.

Ah, what an age it is
When to speak of trees is almost a crime
For it is a kind of silence about injustice!
And he who walks calmly across the street,
Is he not out of reach of his friends
In trouble?

It is true: I earn my living
But, believe me, it is only an accident.
Nothing that I do entitles me to eat my fill.
By chance I was spared. (If my luck leaves me
I am lost.)

They tell me: eat and drink. Be glad you have it!
But how can I eat and drink
When my food is snatched from the hungry
And my glass of water belongs to the thirsty?
And yet I eat and drink.

I would gladly be wise.
The old books tell us what wisdom is:
Avoid the strife of the world
Live out your little time
Fearing no one
Using no violence
Returning good for evil --
Not fulfillment of desire but forgetfulness
Passes for wisdom.
I can do none of this:
Indeed I live in the dark ages!


II.


To the cities I came in a time of disorder
That was ruled by hunger.
I sheltered with the people in a time of uproar
And then I joined in their rebellion.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.

I ate my dinners between the battles,
I lay down to sleep among the murderers,
I didn't care for much for love
And for nature's beauties I had little patience.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.

The city streets all led to foul swamps in my time,
My speech betrayed me to the butchers.
I could do only little
But without me those that ruled could not sleep so easily:
That's what I hoped.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.

Our forces were slight and small,
Our goal lay in the far distance
Clearly in our sights,
If for me myself beyond my reaching.
That's how I passed my time that was given to me on this Earth.


III.

You who will come to the surface
From the flood that's overwhelmed us and drowned us all
Must think, when you speak of our weakness in times of darkness
That you've not had to face:

Days when we were used to changing countries
More often than shoes,
Through the war of the classes despairing
That there was only injustice and no outrage.

Even so we realised
Hatred of oppression still distorts the features,
Anger at injustice still makes voices raised and ugly.
Oh we, who wished to lay for the foundations for peace and friendliness,
Could never be friendly ourselves.

And in the future when no longer
Do human beings still treat themselves as animals,
Look back on us with indulgence.

Μετάφραση από το αγγλικό κείμενο: Ιπτάμενος Ολλανδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin