Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα C. Baudelaire. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα C. Baudelaire. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Οι Εφτά Γέροντες




XC.- Οι Εφτά Γέροντες

στον Βίκτωρ Ουγκώ
 

Πόλη γεμάτη σμήνη, γεμάτη όνειρα,
Εκεί που το φάντασμα εν μέσω ημέρας πλευρίζει τον διαβάτη!
Τα μυστήρια παντού τρέχουν σαν τους χυμούς δέντρου
Μέσα στα στενά κανάλια ενός παντοδύναμου γίγαντα.



Ένα πρωινό, μέσα σε ένα λυπητερό δρόμο
Τα σπίτια, τα οποία η ομίχλη επιμήκυνε σε ύψος,
Προσομοιώνοντας τις δύο όχθες ενός ποταμού φουσκωμένου,
Και μ' ένα ντεκόρ που έμοιαζε με την ψυχή ενός ηθοποιού,


Μια βρώμικη και κίτρινη ομίχλη πλημμύρισε όλο το χώρο,
Ακολουθούσα, με νεύρα από ατσάλι σαν ένας ήρωας
Και συνομιλώντας με την ήδη κουρασμένη ψυχή μου,
Τα προάστια που τρέμανε από τα βαριά σκουπιδιάρικα.


Ξαφνικά, ένας γέροντας του οποίου τα κιτρινισμένα κουρέλια
Μιμούνταν το χρώμα αυτού του βροχερού ουρανού,
Και του οποίου η όψη θα μπορούσε να κάνει να βρέξει ελεημοσύνες,
Χωρίς η κακία που έλαμπε μέσα από τα μάτια του,


μου γινόταν αντιληπτή. κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η κόρη του ματιού του


ήταν μουσκεμένη μέσα στην πίκρα. Η ματιά του ακόνιζε το κρύο,
Και η μακρυά γενειάδα του, άκαμπτη σαν ένα σπαθί,
προέβαλλε, παρόμοια μ' αυτή του Ιούδα.


Δεν ήταν λυγισμένος, αλλά τσακισμένος, η ραχοκοκκαλιά του

έκανε με την γάμπα του μια τέλεια ορθή γωνία,
ούτως ώστε το δεκανίκι του, αποπερατώνοντας την εμφάνιση του,
του έδινε την μορφή και το περπάτημα αδέξιου

αδύναμου τετράποδου ή ενός Εβραίου με τρία πόδια.
Μέσα στο χιόνι και τη λάσπη προχωρούσε με δυσκολία,
Σαν να συνέτριβε τους νεκρούς κάτω από τα παλιοπάπουτσά του,
Εχθρικός προς το σύμπαν παρά αδιάφορος.


Ο όμοιος του ακολούθησε: γενειάδα, μάτι, πλάτη, δεκανίκι, κουρέλια,
Τίποτα να ξεχωρίζει, από την ίδια κόλαση ερχόμενος,
Αυτός ο δίδυμος εκατονταετής, και αυτά τα παράξενα φαντάσματα
Περπατούσαν με τον ίδιο βηματισμό προς ένα άγνωστο σκοπό.


Από ποιο άδικο σχέδιο ήμουν λοιπόν εκτεθειμένος,
Ή ποια κακή τύχη με ταπείνωνε;
Διότι μέτρησα επτά φορές λεπτό προς λεπτό,
Αυτόν τον αποτρόπαιο γέροντα που πολλαπλασιαζόταν!


Αυτός ο οποίος γελά με την ανησυχία μου,
Και ο οποίος δεν κατανοεί το αδελφικό μου τρέμουλο,
Να σκεφτεί καλά ότι παρά την εξασθένιση του γήρατος
Αυτά τα επτά απαίσια τέρατα είχαν όψη αιώνια!


Θα μπορούσα, χωρίς να πεθάνω, να δω τον όγδοο,
Αμείλικτο σωσία, ειρωνικό και θανατηφόρο,
Αποκρουστικό Φοίνικα, γιο και πατέρα του εαυτού του;
- Αλλά γύρισα την πλάτη στη διαβολική πομπή.


Εξοργισμένος σαν ένα μεθύστακα που βλέπει διπλά,
Γύρισα, έκλεισα την πόρτα μου, τρομαγμένος,
Άρρωστος και μουσκεμένος, το πνεύμα με πυρετό και σε σύγχιση,
Πληγωμένο από το μυστήριο και τον παραλογισμό!


Μάταια η λογική μου ήθελε να πιάσει το πηδάλιο,
Η καταιγίδα παίζοντας παρέκαμπτε τις προσπάθειες μου,
Και η ψυχή μου χόρευε, χόρευε, σαπιοκάραβο
Χωρίς ιστία, πάνω σε μια θάλασσα τερατώδη και χωρίς ακτές!


Μεταφρ.: Ιπτάμενος Ολλανδός
Το ποίημα είναι από τη βιβλίο "Τα άνθη του Κακού" από τη συλλογή "Πίνακες του Παρισιού"



XC.- Les Sept vieillards


À Victor Hugo


Fourmillante cité, cité pleine de rêves,
Où le spectre en plein jour raccroche le passant!
Les mystères partout coulent comme des sèves
Dans les canaux étroits du colosse puissant.


Un matin, cependant que dans la triste rue
Les maisons, dont la brume allongeait la hauteur,
Simulaient les deux quais d'une rivière accrue,
Et que, décor semblable à l'âme de l'acteur,


Un brouillard sale et jaune inondait tout l'espace,
Je suivais, roidissant mes nerfs comme un héros
Et discutant avec mon âme déjà lasse,
Le faubourg secoué par les lourds tombereaux.


Tout à coup, un vieillard dont les guenilles jaunes
Imitaient la couleur de ce ciel pluvieux,
Et dont l'aspect aurait fait pleuvoir les aumônes,
Sans la méchanceté qui luisait dans ses yeux,


M'apparut. On eût dit sa prunelle trempée
Dans le fiel; son regard aiguisait les frimas,
Et sa barbe à longs poils, roide comme une épée,
Se projetait, pareille à celle de Judas.


II n'était pas voûté, mais cassé, son échine
Faisant avec sa jambe un parfait angle droit,
Si bien que son bâton, parachevant sa mine,
Lui donnait la tournure et le pas maladroit


D'un quadrupède infirme ou d'un juif à trois pattes.
Dans la neige et la boue il allait s'empêtrant,
Comme s'il écrasait des morts sous ses savates,
Hostile à l'univers plutôt qu'indifférent.


Son pareil le suivait: barbe, oeil, dos, bâton, loques,
Nul trait ne distinguait, du même enfer venu,
Ce jumeau centenaire, et ces spectres baroques
Marchaient du même pas vers un but inconnu.


À quel complot infâme étais-je donc en butte,
Ou quel méchant hasard ainsi m'humiliait?
Car je comptai sept fois, de minute en minute,
Ce sinistre vieillard qui se multipliait!


Que celui-là qui rit de mon inquiétude
Et qui n'est pas saisi d'un frisson fraternel
Songe bien que malgré tant de décrépitude
Ces sept monstres hideux avaient l'air éternel!


Aurais-je, sans mourir, contemplé le huitième,
Sosie inexorable, ironique et fatal
Dégoûtant Phénix, fils et père de lui-même?
— Mais je tournai le dos au cortège infernal.


Exaspéré comme un ivrogne qui voit double,
Je rentrai, je fermai ma porte, épouvanté,
Malade et morfondu, l'esprit fiévreux et trouble,
Blessé par le mystère et par l'absurdité!


Vainement ma raison voulait prendre la barre;
La tempête en jouant déroutait ses efforts,
Et mon âme dansait, dansait, vieille gabarre
Sans mâts, sur une mer monstrueuse et sans bords!

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Baudelaire

IV. - Correspondances (αναλογίες/σχέσεις)

Η Φύση είναι ένας ναός που οι ζωντανές κολώνες του
Αφήνουν καμμιά φορά να τους ξεφύγουν μπερδεμένα λόγια
Ο άνθρωπος εκεί διασχίζει τα δάση των συμβόλων
Που τον παρατηρούν με οικίες ματιές.

Σαν μακρινή ηχώ που από μακρυά αναμειγνύεται
Μέσα σε μία σκοτεινή και βαθειά ενότητα,
Απέραντη σαν την νύχτα και σαν τη διαύγεια πνεύματος,
Τα αρώματα, τα χρώματα και οι ήχοι σου ανταπαντούν.

Υπάρχουν τα φρέσκα αρώματα όπως του δέρματος των μικρών παιδιών,
Γλυκά σαν αυλοί, πράσινα σαν λειβάδια,
- Και τα άλλα, διεφθαρμένα, πλούσια και θριαμβευτικά,

Με την εξάπλωση των άπειρων πραγμάτων,
όπως το κεχριμπάρι, ο μόσχος, το μοσχολίβανο και το θυμίαμα,
Που υμνούν τις μεταφορές του πνεύματος και των αισθήσεων.


XVII. - La Beauté (Η Ομορφιά)

Είμαι ωραία, ω θνητοί! σαν ένα όνειρο σκαλισμένο στην πέτρα
Και το στήθος μου, όπου ο καθένας σας έχει χτυπηθεί εκ περιτροπής,
Έχει γίνει για να εμπνέει στους ποιητές μια αγάπη
Αιώνια και σιωπηλή όπως και η ύλη.

Κάθομαι στο θρόνο μου μέσα στο γαλάζιο όπως η ανεξήγητη σφίγγα,
Ενώνω μια καρδιά από χιόνι με το άσπρο των κύκνων,
Μισώ την κίνηση που διαταράσσει τις γραμμές,
Και ποτέ δεν κλαίω, ποτέ δεν γελώ.

Οι ποιητές, προ της μεγαλοπρέπειας μου,
Που μοιάζει να δανείζω στα πιο ευγενή μνημεία,
Θα καταναλώνουν τις μέρες τους σε αυστηρές σπουδές,

Διότι έχω, για να μαγεύω αυτούς τους υπάκουους εραστές,
Καθαρούς καθρέφτες που κάνουν όλα τα πράγματα ομορφότερα:
Τα μάτια μου, τα μεγάλά μου μάτια από αιώνια φωτεινότητα!

Correspondances

La Nature est un temple où de vivants piliers
Laissent parfois sortir de confuses paroles;
L'homme y passe à travers des forêts de symboles
Qui l'observent avec des regards familiers.

Comme de longs échos qui de loin se confondent
Dans une ténébreuse et profonde unité,
Vaste comme la nuit et comme la clarté,
Les parfums, les couleurs et les sons se répondent.

II est des parfums frais comme des chairs d'enfants,
Doux comme les hautbois, verts comme les prairies,
— Et d'autres, corrompus, riches et triomphants,

Ayant l'expansion des choses infinies,
Comme l'ambre, le musc, le benjoin et l'encens,
Qui chantent les transports de l'esprit et des sens.

La Beauté

Je suis belle, ô mortels! comme un rêve de pierre,
Et mon sein, où chacun s'est meurtri tour à tour,
Est fait pour inspirer au poète un amour
Eternel et muet ainsi que la matière.

Je trône dans l'azur comme un sphinx incompris;
J'unis un coeur de neige à la blancheur des cygnes;
Je hais le mouvement qui déplace les lignes,
Et jamais je ne pleure et jamais je ne ris.

Les poètes, devant mes grandes attitudes,
Que j'ai l'air d'emprunter aux plus fiers monuments,
Consumeront leurs jours en d'austères études;

Car j'ai, pour fasciner ces dociles amants,
De purs miroirs qui font toutes choses plus belles:
Mes yeux, mes larges yeux aux clartés éternelles!

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

XIV. - L'HOMME ET LA MER ¹

Homme libre, toujours tu chériras la mer !
La mer est ton miroir; tu contemples ton âme
Dans le deroulement infini de sa lame,
Et ton esprit n'est pas un gouffre moins amer.

Tu te plais á plonger au sein de ton image ;
Tu l'embrasses des yeux et des bras, et ton coeur
Se distrait quelquefois de sa propre rumeur
Au bruit de cette plainte indomptable et sauvage.

Vous êtes tous les deux ténébreux et discrets :
Homme, nul n'a sondé le fond de tes abîmes ;
Ô mer, nul ne connaît tes richesses intimes,
Tant vous êtes jaloux de garder vos secrets !

Et cependant voilà des siècles innombrables
Que vous vous combattez sans pitié ni remords,
Tellement vous aimez le carnage et la mort,
Ô lutteus éternels, ô frères implacables !




O ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρέυεις την θάλασσα !
Η θάλασσα είναι ο καθρέφτης σου· διαλογίζεσαι την ψυχή σου
Μέσα στο αιώνιο ξετύλιγμα της επιφάνειάς της,
Και το πνεύμα σου δεν είναι μία άβυσσος λιγότερο πικρή.

Σου αρέσει να βουτάς στη μέση της εικόνας σου·
Την αγκαλιάζεις με μάτια και με χέρια, και η καρδιά σου
Αποσπάται καμμιά φορά από τον δικό της θόρυβο
Από τη βοή αυτού του αδάμαστου και άγριου παραπόνου.

Είστε και οι δύο σκοτεινοί και εχέμυθοι :
Άνθρωπε, κανείς δεν έχει μετρήσει το βάθος της αβύσσού σου
·
Ω θάλασσα, κανείς δεν ξέρει τα ενδόμυχα πλούτη σου,
Τόσο ζηλιάρηδες είστε που φυλάσσετε τα μυστικά σας !

Κιόμως κοίτα στους αμέτρητους αιώνες
Που εσείς μάχεστε χωρίς οίκτο ούτε τύψεις,
Τόσο πολύ αγαπάτε την αιματοχυσία και τον θάνατο,
Ω αιώνιοι αγωνιστές, ω αμείλικτα αδέλφια !



¹ Το ποίημα είναι από την ποιητική συλλογή του C. Baudelaire με τίτλο "Τα Άνθη του Κακού" (Les Fleurs du Mal)
Μεταφ.: Ιπτάμενος Ολλανδός

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Τρία ποιήματα για τον ποιητή

L'ALBATROS

Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage
Le navire glissant sur les gouffres amers.

A peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.

Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!

Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.


Το Αλμπατρός (Μπωντλαίρ)

Συχνά, για την διασκέδαση τους, οι άντρες του πληρώματος
Πιάνουν τα αλμπατρός, μεγάλα πουλιά της θάλασσας,
Τα οποία ακολουθούν, μη βιαστικοί σύντροφοι του ταξιδιού,
Το πλοίο που γλυστρά πάνω στη βίαιη άβυσσο.

Με δυσκολία τα τοποθετούν πάνω στα σανίδια,
Που αυτοί οι βασιλιάδες του κυανού, αδέξιοι και ντροπαλοί,
Εγκαταλείπουν αξιολύπητα τα μεγάλα άσπρα φτερά τους
Σαν κουπιά που τα σέρνουν δίπλα τους.

Αυτός ο φτερωτός ταξιδιώτης, είναι αδέξιος και πλαδαρός!
Αυτός, λίγο πριν τόσο όμορφος, είναι κωμικός και άσχημος!
Ο ένας ενοχλεί το ράμφος του με μια κοντή πίπα στο στόμα του,
Ο άλλος μιμείται, κουτσαίνοντας, τον ανάπηρο που πετούσε!

Ο Ποιητής είναι παρόμοιος με τον πρίγκηπα των αιθέρων
που συχνάζει στην τρικυμία και περιφρονεί τον τοξότη,
Εξορισμένος από τη γη μέσω της κοροϊδίας,
Τα γιγάντια φτερά του τον εμποδίζουν να περπατήσει.



Поэту

Поэт! Не дорожи любовию народной.
Восторженных похвал пройдет минутный шум;
Услышишь суд глупца и смех толпы холодной,
Но ты останься твёрд, спокоен и угрюм.

Ты царь: живи один. Дорогою свободной
Иди, куда влечет тебя свободный ум,
Усовершенствуя плоды любимых дум,
Не требуя наград за подвиг благородный.

Они в самом тебе. Ты сам свой высший суд;
Всех строже оценить умеешь ты свой труд.
Ты им доволен ли, взыскательный художник?

Доволен? Так пускай толпа его бранит
И плюет на алтарь, где твой огонь горит,
И в детской резвости колеблет твой треножник.
1830

Στον ποιητή (
Αλεξάντρ Πούσκιν)

Μην εκτιμάς του κόσμου την αγάπη, ποιητή!
Εκστατικών εγκωμίων ο θόρυβος αμέσως θα περάσει.
Θ’ ακούς την κρίση του ανόητου, το γέλασμα του πλήθους απαθές,
Όμως εσύ να μείνεις ήρεμος, και ο Θεός θα σε φυλάξει.

Να ζεις μοναχικός σαν βασιλιάς. Βάστα το δρόμο τον ελεύθερο,
Εκεί που σε τραβά το δημιουργικό σου πνεύμα.
Και τελειοποιώντας τους καρπούς των σκέψεων ενδόμυχων,
Να μη ζητάς ανταμοιβή για το πολύτιμό σου έργο.

Ο ίδιος είσαι ο ανώτατος κριτής και της αλήθειας ο επιτετραμμένος.
Μπορείς να εκτιμάς πιό δίκαια απ’ όλους το δικό σου έργο.
Εις ’ευχαριστημένος άραγε, φίλε μου καλλιτέχνη αυστηρέ;

Είσαι! Τότε ας βρίζει το έργο σου ο όχλος μανιασμένος,
Ας ιεροσυλεί πάνω στον ιερόν σου , ας νοθεύει
Και με παιδιάστικη του ζωηράδα το θρόνο σου ας ταλαντεύει.


История стихотворца

Внимает он привычным ухом
Свист;
Марает он единым духом
Лист;
Потом всему терзает свету
Слух;
Потом печатает - и в Лету
Бух!

1819

Ο βίος του στιχοπλόκου (Αλεξάντρ Πούσκιν)

Λιγάκι διάβασμα, μια στάλα σκέψη, το γράψιμο
Πάνω απ’ όλα.
Με λέπρα του μυαλού του γέμισε
Την κόλλα.
Μετά παίρνει τ’ αυτιά του κόσμου, και παρεξηγημένος
Θίγεται.
Μετά τυπώνει τα γραπτά του και στη Λήθη
Πνίγεται.


- Οι μεταφράσεις από τα Ρώσσικα είναι του Γ. Σοϊλεμεζίδη από τον ιστότοπο του
ΠΕΓΑΣ © copyleft
- Η μετάφραση του γαλλικού ποιήματος είναι του Ιπτ. Ολλανδού.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Au Lecteur - Charles Baudelaire

Au Lecteur

La sottise, l'erreur, le péché, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.

Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.

Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchantè,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.

C'est le Diable qui tient les fils qui nous remuent!
Aux objets rèpugnants nous trouvons des appas;
Chaque jour vers l'Enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des tènébres qui puent.

Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.

Serré, fourmillant, comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de Démons,
Et, quand nous respirons, la Mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.

Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encor brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hèlas! n'est pas assez hardie.

Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme des nos vices,

Il en est un plus laid, plus méchant, plus immonde!
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avelerait le monde;

C'est l'Ennui! - l'oeil chargé d'un pleur involontaire,
Il rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, leuctur, ce monstre délicat,
- Hypocrite lecteur, - mon semblable, - mon frère!


Για τον Αναγνώστη
¹

Η ηλιθιότητα, το λάθος, το αμάρτημα, η τσιγγουνιά,
Απασχολούν το πνεύμά μας και βασανίζουν τα σώματά μας,
Και τροφοδοτούμε τις αγαπημένες μας τύψεις,
Όπως οι ζητιάνοι τρέφουν τα παράσιτά τους.

Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές,
Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας,
Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο,
Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας.

Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς
Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας,
Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας
Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό.

Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν!
Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα.
Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ'ένα βηματισμό,
Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή.

Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει
Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης,
Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση
Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι.

Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες
²,
Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες,
Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας
Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς.

Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.

Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,

Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα
Και μέσα σ'ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.

Είναι η πλήξη/ανία! - το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, - όμοιε μου, - αδελφέ μου!



¹ Το ποίημα είναι η εισαγωγή της ποιητικής συλλογής του C. Baudelaire με τίτλο "Τα Άνθη του Κακού" (Les Fleurs du Mal)

²έλμινθα η [élminθa] Ο28 : ονομασία κάθε είδους σκώληκα που ζει παρασιτικά στο έντερο του ανθρώπου ή των ζώων. [λόγ. < αρχ. ἕλμινς, αιτ. -ινθα]

Μεταφ.: Ιπτάμενος Ολλανδός

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin