Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γ. Σουρής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γ. Σουρής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ

Ξυλογραφία του Γεωργίου Σουρή από το περιοδικό Το Άστυ του 1888
 Γ. Σουρής (1853-1919)



Εχθές ημέρα Πρωταπριλιάς,
εσυλλογίσθη κι ο βασιλιάς
να παραιτήσει το τόσο γλέντι,
τους περιπάτους και το ραχάτι,
σπαθί να βάλει κι αυτός λεβέντη,
και στων εχθρών του να μπει το μάτι.

Εχθές ημέρα Πρωταπριλιάς,
κι ο δεύτερός μας ο βασιλιάς,
ο σιρ Τρικούπης με τα φωκόλα
εσκέφθη μία δουλειά χρυσή,
οι νέοι φόροι να βγουν απ’ όλα,
κι απ’ τον καπνό μας κι απ’ το κρασί.

Εχθές που ήταν Πρωταπριλιά,
αποφασίσαν κι οι Τραπεζίτες,
να μη φτωχαίνουν τον κόσμο πλια,
και ούτε να ’χουν κρυφούς μεσίτες·
κι απ’ τα καλά των και τους παράδες
να πάρουν μέρος κι οι φουκαράδες.

Εχθές που ήταν Πρωταπριλιά,
αποφασίσαν κι οι λωποδύτες
να πιάσουν άλλη καλή δουλειά,
κι έτσι να γίνουν χρηστοί πολίτες·
κι ο Κοσσονάκος να ησυχάζει,
και στο Δελτίο να μη τους βάζει.

Εχθές που ήταν Πρωταπριλιά,
κι η εταιρεία του Γκαζ ακόμη
εσυλλογίσθη πως πρέπει πλια
να πλημμυρίσουν με φως οι δρόμοι·
και όταν φέγγει λαμπρό φεγγάρι
να μην αφήνει σβηστό φανάρι.

Εχθές που ήταν Πρωταπριλιά,
εσκέφθη κι όλη η Ρωμιοσύνη
να φασκελώσει την τεμπελιά
και προκομμένη κι αυτή να γίνει·
να λείψει τόση κλεψιά και ψέμα
και τη σημαία να βάψει μ’ αίμα.

Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του Ρωμηού, της έμμετρης εφημερίδας που έβγαζε ο Σουρής, στις 2 Απριλίου 1883 (αν και δεν υπάρχει ημερομηνία στην προμετωπίδα). Η κριτική στην «αδράνεια» του βασιλιά Γεωργίου Α’, τα παράπονα για τους φόρους και οι αναφορές στο ευρωπαϊκό φέρσιμο του Τρικούπη θα είναι κοινός τόπος στις σελίδες του Ρωμηού. Κοσσονάκος ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας.

Εκσυγχρόνισα την ορθογραφία στα σημερινά.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Στὸν ἴσκιο μου (Γ. Σουρής)





Γ. Σουρής (1853-1919)



Βρὲ ἴσκιε μου γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Δὲ μ᾿ ἀφήνεις μόνο μου νὰ τρέχω;
Βρὲ ἴσκιε μου, δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς,
πρέπει κι ἐσένα σύντροφο νὰ ἔχω;
Πότε στραβὸ σὲ βλέπω πότε ἴσο,
πότε μακρὺ σὰ σούβλα, πότε νᾶνο,
τὴ μιὰ πηγαίνεις μπρός, τὴν ἄλλη πίσω
σὲ ἀπαντῶ ἐδῶ, ἐκεῖ σὲ χάνω.
Χωρὶς νὰ βλέπεις, πιάνεις ὅτι πιάνω,
μὲ ὁδηγεῖς ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁδηγῶ.
Καὶ τέλος πάντων κάνεις ὅτι κάνω
καὶ εἶσαι ἄλλος, δεύτερος, ἐγώ.
Βρὲ ἴσκιε μου, γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Βρὲ ἴσκιε μου δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς...
Σὲ ἀπαντῶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο
καὶ μοῦ γεννᾷς πολλὲς φορὲς τὸν τρόμο.

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin