Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Είμαστε πολλοί


Pablo Neruda (1904-1973 / Parral / Chile)


Από τα πολλά άτομα τα οποία είμαι, από τα οποία είμαστε,
Δεν μπορώ να κατασταλάξω σε ένα μόνο.
Έχουν χαθεί για μένα υπό την κάλυψη της ένδυσης
Έχουν αναχωρήσει για μια άλλη πόλη.

Όταν τα πάντα φαίνεται να έχουν καθοριστεί
για να με αναδείξουν ως νοήμων άνθρωπο,
ο ανόητος που κρατώ μέσα μου κρυμμένο 
αναλαμβάνει να μιλήσει για εμένα.

Σε άλλες περιπτώσεις, λαγοκοιμάμαι ανάμεσα
σε ανθρώπους με κάποια διάκριση,
και όταν καλώ τον θαρραλέο εαυτό μου,
ένας δειλός εντελώς άγνωστος σε μένα
τρέχει να καλύψει τον σκελετό μου
με χίλιες καλές δικαιολογίες.

Όταν ένα αξιοπρεπές σπίτι τυλιχτεί στις φλόγες,
αντί να καλέσω τον πυροσβέστη,
ένας εμπρηστής εμφανίζεται στη σκηνή,
και αυτός είναι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω.
Τι πρέπει να κάνω για να ξεχωρίσω τον εαυτό μου;
Πώς μπορώ να συμαζέψω τον εαυτό μου;

Όλα τα βιβλία που διάβασα
είναι γεμάτα εκθαμβωτικές ηρωικές μορφές,
γεμάτες αυτοπεποίθηση.
Πεθάνω με φθόνο για αυτές·
και, σε ταινίες όπου σφαίρες πετούν στον άνεμο,
Ζηλεύω τους καουμπόηδες,
θαυμάζοντας ακόμη και τα άλογα.

Αλλά όταν καλώ το τολμηρό μου είναι,
έρχεται ο παλιός τεμπέλης εαυτός,
και έτσι ποτέ δεν ξέρω ποιος είμαι ακριβώς,
ουτε πόσοι είμαι, ούτε πόσοι θα είμαστε.
Θα ήθελα να είμαι σε θέση να αγγίξω ένα κουδούνι
και να πρόσκλέσω τον πραγματικό εαυτό μου,
γιατί αν χρειάζομαι τον πραγματικό εαυτό μου,
δεν πρέπει να εξαφανιστώ.

Ενώ γράφω, βρίσκομαι μακριά·
και όταν γυρίσω, έχω ήδη φύγει.
Θα ήθελα να δω αν το ίδιο συμβαίνει και
σε άλλους ανθρώπους όσο και σε μένα,
για να δούμε αν υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι όσοι εγώ είμαι,
και αν μοιάζουν στον εαυτό τους με τον ίδιο τρόπο.
Και όταν σιγουρευτώ,
μαθαίνω τόσο ωραία πράγματα

που, όταν προσπαθώ να εξηγήσω τα προβλήματα μου,
θα μιλάω για γεωγραφία.




We Are Many
by Pablo Neruda

Of the men who I am, who we are,
I can’t find a single one;
they’ve disappeared among my clothes,
they have left for another city.

When everything seems to be set
to show me off as intelligent,
the fool I always keep hidden
takes over all that I say.

At other times, I’ sleep
among distinguished people,
and when I look for my brave self,
a coward unknown to me
rushes to cover my skeleton
with a thousand fine excuses.

When a decent house catches fire,
instead of the fireman I summon,
an arsonist bursts on the scene,
and that’s me. What can I do?
What can I do to distinguish myself?
How can I pull myself together?

All the books that I read
are full of dazzling heroes,
always sure of themselves.
I die with envy of them:
and in films full of wind and bullets,
I goggle at the cowboys,
I even admire the horses.

But when I call for a hero,
out comes my lazy old self;
so I never know who I am,
nor how many I am or will be.
I’d love to be able to touch a bell
and summon the real me,
because if I really need myself,
I mustn’t disappear.

While I’m writing, I am far away;
and when I come back, I’ve gone.

I would like to know if others
go through the same things I do,
have as many selves as I have,
and see themselves similarly;

and when I have exhausted this problem
I am going to study so hard
that when I explain myself,
I will be talking geography.

Muchos Somos
por Pablo Neruda


De tantos hombres que soy, que somos
no puedo encontrar a ninguno:
se me pierden bajo la ropa,
se fueron a otra ciudad.

Cuando todo está preparado
para mostrarme inteligente
el tonto que llevo escondido
se toma la palabra en mi boca.

Otras veces me duermo en medio
de la sociedad distinguida
y cuando busco en mí al valiente
un cobarde que no conozco
corre a tomar con mi esqueleto
mil deliciosas precauciones.

Cuando arde una casa estimada
en vez del bombero que llamo
se precipita el incendiario
y ése soy yo. No tengo arreglo.
Qué debo hacer para escogerme?
Cómo puedo rehabilitarme?

Todos los libros que leo
celebran héroes refulgantes
siempre seguros de sí mismos
me muero de envidia por ellos,
y en los films de vientos y balas
me quedo envidiando al jinete,
me quedo admirando al caballo.

Pero cuando pido al intrépido
me sale el viejo perezoso,
y así yo no sé quién soy,
no sé cuántos soy o seremos.
Me gustaría tocar un timbre
y sacar el mí verdadero
porque si yo me necesito,
no debo desaparecerme.

Mientras escribo estoy ausente
y cuando vuelvo ya he partido:
voy a ver si a las otras gentes
les pasa lo que a mí me pasa,
si son tantos como soy yo,
si se parecen a sí mismos
y cuando lo haya averiguado
voy a aprender tan bien las cosas
que para explicar mis problemas
le hablaré de geografía.



Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

16-bit Intel 8088 chip



16-bit Intel 8088 chip 

Μ' ένα Apple Macintosh
δεν μπορείτε να εκτελέσετε προγράμματα Radio Shack
στη μονάδα δίσκου του.
Δεν μπορεί ένας Commodore 64
drive να διαβάσει ένα αρχείο
που έχετε δημιουργήσει σ' έναν
προσωπικό υπολογιστή ΙΒΜ.
οι υπολογιστές Kaypro και Osborne χρησιμοποιούν
το CP / M λειτουργικό σύστημα
αλλά δεν μπορεί να διαβάσει ο ένας του άλλου
το γραφικό χαρακτήρα
γιατί "φορμάρουν" (γράφουν
πάνω) σε δίσκους με διαφορετικούς
τρόπους.
η Tandy 2000 τρέχει MS-DOS, αλλά
Δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα περισσότερα προγράμματα που παράγονται για
τον προσωπικό υπολογιστή ΙΒΜ
εκτός κιάν ορισμένα
bits και bytes έχουν
μεταβληθεί
αλλά ο άνεμος εξακολουθεί να φυσάει πάνω απ'την
Σαβάνα
και την άνοιξη
o αγριογάλος περπατά καμαρωτά και
κινείται ανυπόμονα μπροστά από τα
θηλυκά του.

with an Apple Macintosh
you can't run Radio Shack programs
in its disc drive.
nor can a Commodore 64
drive read a file
you have created on an
IBM Personal Computer.
both Kaypro and Osborne computers use
the CP/M operating system
but can't read each other's
handwriting
for they format (write
on) discs in different
ways.
the Tandy 2000 runs MS-DOS but
can't use most programs produced for
the IBM Personal Computer
unless certain
bits and bytes are
altered
but the wind still blows over
Savannah
and in the Spring
the turkey buzzard struts and
flounces before his
hens.

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Σώπα



Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψ' τη φωνή σου, σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός, η σιωπή ειναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγαν:
«σώπα!».


Στο σχολείο μου κρύψανε την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»


Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«Κοίτα μην πεις τίποτα, σσσ...σώπα!»


Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.


Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα!».


Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα!»


Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, και τα 'μαθα να σωπαίνουν,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε: «Σώπα».


Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες, με συμβουλεύανε:
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα!»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή,
με τους γείτονες, μας ένωνε όμως, το «Σώπα!».


«Σώπα!» ο ένας, «σώπα!» ο άλλος, «σώπα!» οι επάνω, «σώπα!» οι κάτω,
«σώπα!» όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
«Σώπα!» οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας... Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα!». Και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!


Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ εύκολα,μόνο με το «Σώπα!».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα»!


Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν' την να σωπάσει.Κόψ'την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.


Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απ' το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς!


Και δεν θα μιλάς,θα γίνεις φαφλατάς,θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.


Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως.Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσά σου.


Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα 'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!



Aziz Nesin



Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Κι ὅταν κάποτε θὰ πρέπει νὰ διδάξεις

[Und wenn du schon einmal lehren mußt]

Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926): γερμανόφωνος Τσέχος λυρικὸς ποιητής.
Berlin, Schmargendoff
16 Apr. 1900
Κι ὅταν κάποτε θὰ πρέπει νὰ διδάξεις
γιατὶ προσμένει νὰ τοῦ πεῖς, ἕνα παιδί,
ἢ γιατὶ ὁ ξένος σου
μπαίνει στῆς λάμπας σου τὸν κύκλο
σκοτεινιασμένος ἀπ᾿ τὴν ἄχνα τοῦ βραδιοῦ,
ἢ ποὺ τὸ βῆμα σου κάποτε ξαστοχᾶ
κι᾿ ὡσότου ξαναφέξει
πρέπει κι᾿ ἐσὺ σὲ φίλους νὰ σταθεῖς
ἢ ποὺ ἕνας φίλος περασμένος, ποὺ φοβᾶται
πὼς κλονίζεται ἡ φιλία πού ῾χε ἀρχίσει στὰ τυφλὰ
ἀπαιτώντας ἀπὸ σένα νὰ τοῦ γράψεις -
τότε πρέπει στὸν ἑαυτό σου νὰ τὸ πεῖς συνειδητὰ
τί σημαίνει «νὰ διδάσκεις»:
Μὲ λόγια ποὺ βαθιά σου τὰ γνωρίζεις
ἑκούσια νὰ πεῖς: ὑπάρχω ἐγώ.
Κι᾿ ἀκόμη πιὸ πολὺ
διδάσκω δὲν θὰ πεῖ: σὲ κάποιον
γιὰ τὴν σύμπτωση νὰ λὲς τῶν ἐποχῶν
πῶς συμβαίνει καὶ γιατί·
διδάσκω θὰ πεῖ: Γιὰ τὸν Ἕνα νὰ ρωτήσεις τὸν καθένα
ποὺ τοῦ μοιάζει στὴ σιωπή...

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Choruses from The Rock


Χορικά από "Το Βράχο"
(απόσπασμα)

Ο αετός ίπταται στην κορυφή του Ουρανού
Ο κυνηγός με τα σκυλιά του, κυνηγά τον κύκλο του.
Ω κόσμε της άνοιξης και του φθινοπώρου, γέννησης και θανάτου!
Ο ατέλειωτος κύκλος της ιδέας και δράσης,
Ατελείωτη εφεύρεση, ατελείωτο πείραμα,
Φέρνει γνώση της κίνησης, αλλά όχι της ακινησίας·

Γνώση του λόγου, αλλά όχι της σιωπής
Γνώση των λέξεων, και άγνοια του Λόγου.
Όλες οι γνώσεις μας, μας φέρνουν πιο κοντά στο θάνατο,
Αλλά εγγύτητα στο θάνατο όχι πιο κοντά στο Θεό.
Πού είναι η ζωή που έχουμε χάσει στο ζην;
Πού είναι η σοφία που έχουμε χάσει στη γνώση;
Πού είναι η γνώση που έχουμε χάσει στις πληροφορίες;
Οι κύκλοι του ουρανού σε είκοσι αιώνες
Μας πάνε πιο μακριά από τον Θεό και πιο κοντά στο Χώμα.
Η μοίρα του ανθρώπου είναι αδιάκοπη εργασία,
Ή αδιάκοπη απραξία, η οποία είναι ακόμη πιο δύσκολη,
Ή παράτυπη εργασία, η οποία δεν είναι ευχάριστη.
Έχω βαδίσει στο πατητήρι μόνος, και ξέρω
Ότι είναι δύσκολο να είσαι πραγματικά χρήσιμος, να παραιτηθείς
Από τα πράγματα που μετράνε οι άνθρωποι ως ευτυχία, επιδιώκοντας
Τις καλές πράξεις που οδηγούν στην αφάνεια, την αποδοχή
Με ίση αντιμετώπιση εκείνων που φέρνουν ατίμωση,
Τα χειροκροτήματα όλων ή την αγάπη κανενός.
Όλοι οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να επενδύσουν τα χρήματά τους
Αλλά οι περισσότεροι αναμένουν μερίσματα.
Σας λέω: Κάντε τέλεια τη θέληση σας.
Λέω: Μην λαμβάνετε υπόψιν την συγκομιδή,
Αλλά μόνο τη σωστή σπορά.


Choruses from The Rock
T.S. Eliot, 1934

The Eagle soars in the summit of Heaven,
The Hunter with his dogs pursues his circuit.
O world of spring and autumn, birth and dying!
The endless cycle of idea and action,
Endless invention, endless experiment,
Brings knowledge of motion, but not of stillness;
Knowledge of speech, but not of silence;
Knowledge of words, and ignorance of the Word.
All our knowledge brings us nearer to death,
But nearness to death no nearer to God.
Where is the Life we have lost in living?
Where is the wisdom we have lost in knowledge?
Where is the knowledge we have lost in information?
The cycles of Heaven in twenty centuries
Brings us farther from God and nearer to the Dust.
The lot of man is ceaseless labor,
Or ceaseless idleness, which is still harder,
Or irregular labour, which is not pleasant.
I have trodden the winepress alone, and I know
That it is hard to be really useful, resigning
The things that men count for happiness, seeking
The good deeds that lead to obscurity, accepting
With equal face those that bring ignominy,
The applause of all or the love of none.
All men are ready to invest their money
But most expect dividends.
I say to you: Make perfect your will.
I say: take no thought of the harvest,
But only of proper sowing.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Αὐτονεκρολογία


Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.
Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.
Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.
Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.
Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.
Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!
Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.
Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.
Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!
Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.
Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!
Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).
Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!
Νοέμβρης 1968

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Baudelaire

IV. - Correspondances (αναλογίες/σχέσεις)

Η Φύση είναι ένας ναός που οι ζωντανές κολώνες του
Αφήνουν καμμιά φορά να τους ξεφύγουν μπερδεμένα λόγια
Ο άνθρωπος εκεί διασχίζει τα δάση των συμβόλων
Που τον παρατηρούν με οικίες ματιές.

Σαν μακρινή ηχώ που από μακρυά αναμειγνύεται
Μέσα σε μία σκοτεινή και βαθειά ενότητα,
Απέραντη σαν την νύχτα και σαν τη διαύγεια πνεύματος,
Τα αρώματα, τα χρώματα και οι ήχοι σου ανταπαντούν.

Υπάρχουν τα φρέσκα αρώματα όπως του δέρματος των μικρών παιδιών,
Γλυκά σαν αυλοί, πράσινα σαν λειβάδια,
- Και τα άλλα, διεφθαρμένα, πλούσια και θριαμβευτικά,

Με την εξάπλωση των άπειρων πραγμάτων,
όπως το κεχριμπάρι, ο μόσχος, το μοσχολίβανο και το θυμίαμα,
Που υμνούν τις μεταφορές του πνεύματος και των αισθήσεων.


XVII. - La Beauté (Η Ομορφιά)

Είμαι ωραία, ω θνητοί! σαν ένα όνειρο σκαλισμένο στην πέτρα
Και το στήθος μου, όπου ο καθένας σας έχει χτυπηθεί εκ περιτροπής,
Έχει γίνει για να εμπνέει στους ποιητές μια αγάπη
Αιώνια και σιωπηλή όπως και η ύλη.

Κάθομαι στο θρόνο μου μέσα στο γαλάζιο όπως η ανεξήγητη σφίγγα,
Ενώνω μια καρδιά από χιόνι με το άσπρο των κύκνων,
Μισώ την κίνηση που διαταράσσει τις γραμμές,
Και ποτέ δεν κλαίω, ποτέ δεν γελώ.

Οι ποιητές, προ της μεγαλοπρέπειας μου,
Που μοιάζει να δανείζω στα πιο ευγενή μνημεία,
Θα καταναλώνουν τις μέρες τους σε αυστηρές σπουδές,

Διότι έχω, για να μαγεύω αυτούς τους υπάκουους εραστές,
Καθαρούς καθρέφτες που κάνουν όλα τα πράγματα ομορφότερα:
Τα μάτια μου, τα μεγάλά μου μάτια από αιώνια φωτεινότητα!

Correspondances

La Nature est un temple où de vivants piliers
Laissent parfois sortir de confuses paroles;
L'homme y passe à travers des forêts de symboles
Qui l'observent avec des regards familiers.

Comme de longs échos qui de loin se confondent
Dans une ténébreuse et profonde unité,
Vaste comme la nuit et comme la clarté,
Les parfums, les couleurs et les sons se répondent.

II est des parfums frais comme des chairs d'enfants,
Doux comme les hautbois, verts comme les prairies,
— Et d'autres, corrompus, riches et triomphants,

Ayant l'expansion des choses infinies,
Comme l'ambre, le musc, le benjoin et l'encens,
Qui chantent les transports de l'esprit et des sens.

La Beauté

Je suis belle, ô mortels! comme un rêve de pierre,
Et mon sein, où chacun s'est meurtri tour à tour,
Est fait pour inspirer au poète un amour
Eternel et muet ainsi que la matière.

Je trône dans l'azur comme un sphinx incompris;
J'unis un coeur de neige à la blancheur des cygnes;
Je hais le mouvement qui déplace les lignes,
Et jamais je ne pleure et jamais je ne ris.

Les poètes, devant mes grandes attitudes,
Que j'ai l'air d'emprunter aux plus fiers monuments,
Consumeront leurs jours en d'austères études;

Car j'ai, pour fasciner ces dociles amants,
De purs miroirs qui font toutes choses plus belles:
Mes yeux, mes larges yeux aux clartés éternelles!

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin