Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Au Lecteur - Charles Baudelaire

Au Lecteur

La sottise, l'erreur, le péché, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.

Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.

Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchantè,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.

C'est le Diable qui tient les fils qui nous remuent!
Aux objets rèpugnants nous trouvons des appas;
Chaque jour vers l'Enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des tènébres qui puent.

Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.

Serré, fourmillant, comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de Démons,
Et, quand nous respirons, la Mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.

Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encor brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hèlas! n'est pas assez hardie.

Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme des nos vices,

Il en est un plus laid, plus méchant, plus immonde!
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avelerait le monde;

C'est l'Ennui! - l'oeil chargé d'un pleur involontaire,
Il rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, leuctur, ce monstre délicat,
- Hypocrite lecteur, - mon semblable, - mon frère!


Για τον Αναγνώστη
¹

Η ηλιθιότητα, το λάθος, το αμάρτημα, η τσιγγουνιά,
Απασχολούν το πνεύμά μας και βασανίζουν τα σώματά μας,
Και τροφοδοτούμε τις αγαπημένες μας τύψεις,
Όπως οι ζητιάνοι τρέφουν τα παράσιτά τους.

Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές,
Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας,
Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο,
Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας.

Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς
Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας,
Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας
Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό.

Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν!
Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα.
Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ'ένα βηματισμό,
Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή.

Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει
Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης,
Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση
Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι.

Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες
²,
Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες,
Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας
Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς.

Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.

Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,

Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα
Και μέσα σ'ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.

Είναι η πλήξη/ανία! - το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, - όμοιε μου, - αδελφέ μου!



¹ Το ποίημα είναι η εισαγωγή της ποιητικής συλλογής του C. Baudelaire με τίτλο "Τα Άνθη του Κακού" (Les Fleurs du Mal)

²έλμινθα η [élminθa] Ο28 : ονομασία κάθε είδους σκώληκα που ζει παρασιτικά στο έντερο του ανθρώπου ή των ζώων. [λόγ. < αρχ. ἕλμινς, αιτ. -ινθα]

Μεταφ.: Ιπτάμενος Ολλανδός

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

The Mystery of Pain by Emily Dickinson / On Pain by K

The Mystery of Pain

Pain has an element of blank;
It cannot recollect
When it began, or if there were
A day when it was not.

It has no future but itself,
Its infinite realms contain
Its past, enlightened to perceive
New periods of pain.


On Pain

Your pain is the breaking of the shell that encloses
your understanding.

Even as the stone of the fruit must break, that its
heart may stand in the sun, so must you know pain.

And could you keep your heart in wonder at the
daily miracles of your life, your pain would not seem
less wondrous than your joy;

And you would accept the seasons of your heart,
even as you have always accepted the seasons that
pass over your fields.

And you would watch with serenity through the
winters of your grief.

Much of your pain is self-chosen.

It is the bitter potion by which the physician within
you heals your sick self.

Therefore trust the physician, and drink his remedy
in silence and tranquillity:

For his hand, though heavy and hard, is guided by
the tender hand of the Unseen,

And the cup he brings, though it burn your lips, has
been fashioned of the clay which the Potter has
moistened with His own sacred tears.


Το μυστήριο του πόνου - Emily Dickinson


Ο πόνος έχει ένα στοιχείο κενού
Δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του
Πότε άρχισε, ή αν υπήρξε
Μια μέρα, που δεν ήταν.

Δεν έχει μέλλον, αλλά τον εαυτό του,
Τα απέραντα βασίλεια του περιέχουν
Το παρελθόν, φωτισμένο να αντιλαμβάνεται
Νέες περιόδους πόνου.


Για τον πόνο - Khalil Gibran

Ο πόνος είναι το σπάσιμο του οστράκου που περικλείει
την κατανόησή σας.

Όπως κι ο φλοιός του καρπού πρέπει να σπάσει, ώστε η
καρδιά του να μπορεί σταθεί στον ήλιο, έτσι πρέπει να γνωρίζετε τον πόνο.

Και αν μπορούσατε να διατηρήσετε την καρδιά σας να θαυμάζει τα
καθημερινά θαύματα της ζωής σας, ο πόνος, δεν θα φαινόταν
λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας.

Και αν θέλατε να αποδεχθείτε τις εποχές της καρδιάς σας,
όπως έχετε πάντα δεκτές τις εποχές που
περνούν πάνω από τα χωράφια σας.

Και παρακολουθούσατε με ηρεμία τους
χειμώνες της θλίψης σας.

Πολύς από τον πόνο σας είναι αυτό-επιλεγμένος.

Είναι το πικρό φίλτρο με το οποίο ο γιατρός μέσα σας
επουλώνει τον άρρωστό σας εαυτό.

Γι' αυτό, εμπιστευτείτε το γιατρό, και πιέστε το γιατρικό
με σιωπή και ηρεμία:

Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται
από το τρυφερό χέρι του Αθέατου,

Και το κύπελλο που φέρει, αν και καίει τα χείλη σας, έχει
πλαστεί από τον πηλό που ο Αγγειοπλάστης έχει
μουσκέψει με τα δικα του ιερά δάκρυα.

μεταφ.: Ιπτάμενος Ολλανδός


Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Τρεις Φορές η Αλήθεια - Οδ. Ελύτης

Ι

Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια
Μες στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε
Κάτι κάτι Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει

Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω
Πέταξα γένι καλογερικό που όλο χάιδευα κι έξυνα
Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί

Κάποια φορά το πήρ' απόφαση
Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του

-Ε ποιος είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς
γιατί;-Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορίζει εδώ;
- Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα ποιος λέει;

Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια Τι να πεις πια Τέτοια η αλήθεια.

ΙΙ

Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια
φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος

Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξιδεύανε
όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύσες
και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε
πριχού σπάσει σε δρόσο

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα
το κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα
φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών

Μ' ένα τίποτα έζησα.

III

Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά
φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας

Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο
σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από
μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα
τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό
πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

IV από την συλλογή: The Song of Life - Krishnamurti

Listen, O friend,
I will tell thee of the secret perfume of Life.

Life has no philosophy,
No cunning systems of thought.

Life has no religion,
No adoration in deep sanctuaries.

Life has no god,
Nor the burden of fearsome mystery.

Life has no abode,
Nor the aching sorrow of ultimate decay.

Life has no pleasure, no pain,
Nor the corruption of pursuing love.

Life is neither good nor evil,
Nor the dark punishment of careless sin.

Life gives no comfort,
Nor does it rest in the shrine of oblivion.

Life is neither spirit nor matter,
Nor is there the cruel division of action and inaction.

Life has no death,
Nor has it the void of loneliness in the shadow of Time.

Free is the man who lives in the Eternal,
For Life is.



Άκουσε, Ω φίλε,
Θα σου πω για το μυστικό άρωμα της Ζωής.

Η Ζωή δεν έχει φιλοσοφία,
Δεν έχει πονηρά συστήματα σκέψης.

Η Ζωή δεν έχει καμία θρησκεία,
Δεν έχει λατρεία στα βαθιά ιερά.

Η Ζωή δεν έχει θεό,
Ούτε το βάρος ενός φοβερού μυστηρίου.

Η Ζωή δεν έχει οίκο,
Ούτε την πονεμένη θλίψη της τελικής αποσύνθεσης.

Η Ζωή δεν έχει καμία ευχαρίστηση, ούτε πόνο,
Ούτε την διαφθορά της επιδιωκόμενης αγάπης.

Η Ζωή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή,
Ούτε η σκοτεινή τιμωρία της απρόσεκτης αμαρτίας.

Η Ζωή δεν παρέχει άνεση,
Ούτε ξεκουράζεται στο ιερό της λήθης.

Η Ζωή δεν είναι ούτε πνεύμα ούτε ύλη,
Ούτε υπάρχει η βάναυση διαίρεση της δράσης και της αδράνειας.

Η ζωή δεν έχει κανένα θάνατο,
Ούτε έχει αυτό το κενό της μοναξιάς στη σκιά του Χρόνου.

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που ζει στο Αιώνιο,
Γιατί η Ζωή είναι.

Μεταφ.: Ιπτάμενος Ολλανδός

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

I'm Nobody! Who are You? - Emily Dickinson

I'm nobody! Who are you?
Are you nobody, too?
Then there's a pair of us -don't tell!
They'd banish us, you know.

How dreary to be somebody!
How public, like a frog
To tell your name the livelong day
To an admiring bog!

Είμαι ο κανένας! Ποιός είσαι εσύ;
Είσαι ο κανένας, και εσύ;
Τότε είμαστε δύο - μην μου πεις!
Θα μας εξορίσουν ξέρεις.

Πόσο αγαπητό να είσαι κάποιος!
Πόσο κοινό, όπως ο βάτραχος
Να λες το όνομά σου όλη την ημέρα
Σ'έναν βάλτο που σε θαυμάζει!

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

Τρία ποιήματα ἀπὸ τὴ «Φιλοσοφία τῶν λουλουδιῶν» - Ν. Βρεττάκος

ΓΕΝΕΣΗ

Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.
Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
- τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του.


ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

Ἂν μὲ βλέπουν νὰ στέκομαι
ὄρθιος, ἀκίνητος, μὲς
στὰ λουλούδια μου, ὅπως
αὐτὴ τὴ στιγμή,
θὰ νόμιζαν πὼς τὰ διδάσκω. Ἐνῷ
εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἀκούω
κι αὐτὰ ποὺ μιλοῦν.
Ἔχοντας μὲ στὸ μέσο
μοῦ διδάσκουν τὸ φῶς.


ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸ
ἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.

Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2009

A Dream Within a Dream (Edgar Allan Poe)


Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?


Πάρε αυτό το φιλί στο μέτωπο!
Και, το χώρισμα από εσάς τώρα,
Έτσι, πολύ θα ήθελα να ομολογήσω
Δεν είναι λάθος, οποίοι θεωρούν
ότι η ημέρα μου ήταν ένα όνειρο.
Ωστόσο, αν ελπίδα έχει πετάξει μακριά
Σε μια νύχτα, ή σε μια μέρα,
Σε ένα όραμα, ή σε κανένα,
Έχει, συνεπώς, το λιγότερο χαθεί;
Όλα αυτά που βλέπουμε ή φαίνονται
Δεν είναι παρά, ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο.

Στέκομαι μέσα στο βουητό
Μιας ακτής βασανισμένης από τα κύματα,
Και έχω μέσα μου το χέρι
Κόκκους από την χρυσή άμμο -
Πόσους λίγους! Κιόμως πως κυλάνε
Μέσα από τα δάχτυλά μου,
Ενώ εγώ κλαίω - ενώ εγώ κλαίω!
Ω Θεέ μου! δεν μπορώ να τους αδράξω
Με ένα πιο δυνατό σφιχταγγάλιασμα;
Ω Θεέ μου! δεν μπορώ να σώσω
Έναν από το ανελέητο κύμα;
Είναι όλα αυτά που βλέπουμε ή φαίνονται
Τίποτα άλλο από ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο;

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε (Ν. Βρεττάκος)

Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin