Πρόλογος
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά, βρίζε το θύμα!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.
Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ' άλλον πήδα
κι απ' την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.
Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ' αψήλου
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!
Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!
Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ' τ' αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.
Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!...
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!...
Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ': «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου