Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

De Tuinman en de Dood / Ο Κηπουρός και ο Θάνατος

De Tuinman en de Dood
P.N. van Eyck (1887-1954)

Een Perzisch Edelman:

Van morgen ijlt mijn tuinman, wit van schrik,
Mijn woning in: 'Heer, Heer, èèn ogenblik!

Ginds, in de rooshof, snoeide ik loot na loot,
Toen keek ik achter mij. Daar stond de Dood.

Ik schrok, en haaste mij langs de andere kant,
Maar zag nog juist de dreiging van zijn hand.

Meester, uw paard, en laat mij spoorlangs gaan,
Voor de avond nog bereik ik Ispahaan!'-

Van middag (lang reeds was hij heengespoed)
Heb ik in 't cederpark de Dood ontmoet.

'Waarom', zo vrag ik, want hij wacht en zwijgt,
'Hebt gij van morgen vroeg mijn knecht gedreigd?'

Glimlachend antwoordt hij: 'Geen dreiging was 't,
Waarvoor uw tuinman vlood. Ik was verrast,

Toen 'k 's morgens hier nog stil aan 't werk zag staan,
Die 'k 's avonds halen moest in Ispahaan.'


Ο Κηπουρός και ο Θάνατος

Ένας Πέρσης ευγενής:

Σήμερα έσπευσε ο κηπουρός μου, άσπρος από πανικό,
Μέσα στην οικία μου: 'Κύριε, Κύριε, ένα λεπτό!

Εκεί πέρα, στις τριανταφυλλιές, κλάδευα κλαδί, κλαδί
Όταν πίσω μου κοίταξα. Είδα το Θάνατο να μ' απειλεί.

Τρόμαξα, και έτρεξα απ'την άλλη,
Αλλά είδα και από εκεί την απειλή του χεριού του πάλι.

Αφέντη, το άλογο σου, και άσε με να φύγω βιαστικά,
Πριν το βράδυ θα έχω φτάσει στο Ισπαχάν!' -

Το μεσημέρι (είχε φύγει εδώ και ώρα πιά)
Τον Θάνατο στο κέδρινο πάρκο συναντά

'Γιατί', έτσι τον ρωτώ, επειδή περιμένει και σιωπεί,
'Απείλησες τον υποτακτικό μου σήμερα νωρίς το πρωί;"

Γελώντας μου απαντά: 'Δεν ήταν απειλή,
Η έκπληξη μου ήταν, που έτρεψε τον κηπουρό σου σε φυγή,

Που τον είδα το πρωί εδώ
ακόμα στην δουλειά του απάνω
Αυτόν, που το βράδυ, στο Ισπαχάν έπρεπε να πάρω.'


Ελεύθερη μετάφραση: Ιπτ. Ολλανδός

Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Ἕνας μικρότερος κόσμος (Ν. Βρεττάκος)

Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὄπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Τρία ποιήματα για τον ποιητή

L'ALBATROS

Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage
Le navire glissant sur les gouffres amers.

A peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.

Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!

Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.


Το Αλμπατρός (Μπωντλαίρ)

Συχνά, για την διασκέδαση τους, οι άντρες του πληρώματος
Πιάνουν τα αλμπατρός, μεγάλα πουλιά της θάλασσας,
Τα οποία ακολουθούν, μη βιαστικοί σύντροφοι του ταξιδιού,
Το πλοίο που γλυστρά πάνω στη βίαιη άβυσσο.

Με δυσκολία τα τοποθετούν πάνω στα σανίδια,
Που αυτοί οι βασιλιάδες του κυανού, αδέξιοι και ντροπαλοί,
Εγκαταλείπουν αξιολύπητα τα μεγάλα άσπρα φτερά τους
Σαν κουπιά που τα σέρνουν δίπλα τους.

Αυτός ο φτερωτός ταξιδιώτης, είναι αδέξιος και πλαδαρός!
Αυτός, λίγο πριν τόσο όμορφος, είναι κωμικός και άσχημος!
Ο ένας ενοχλεί το ράμφος του με μια κοντή πίπα στο στόμα του,
Ο άλλος μιμείται, κουτσαίνοντας, τον ανάπηρο που πετούσε!

Ο Ποιητής είναι παρόμοιος με τον πρίγκηπα των αιθέρων
που συχνάζει στην τρικυμία και περιφρονεί τον τοξότη,
Εξορισμένος από τη γη μέσω της κοροϊδίας,
Τα γιγάντια φτερά του τον εμποδίζουν να περπατήσει.



Поэту

Поэт! Не дорожи любовию народной.
Восторженных похвал пройдет минутный шум;
Услышишь суд глупца и смех толпы холодной,
Но ты останься твёрд, спокоен и угрюм.

Ты царь: живи один. Дорогою свободной
Иди, куда влечет тебя свободный ум,
Усовершенствуя плоды любимых дум,
Не требуя наград за подвиг благородный.

Они в самом тебе. Ты сам свой высший суд;
Всех строже оценить умеешь ты свой труд.
Ты им доволен ли, взыскательный художник?

Доволен? Так пускай толпа его бранит
И плюет на алтарь, где твой огонь горит,
И в детской резвости колеблет твой треножник.
1830

Στον ποιητή (
Αλεξάντρ Πούσκιν)

Μην εκτιμάς του κόσμου την αγάπη, ποιητή!
Εκστατικών εγκωμίων ο θόρυβος αμέσως θα περάσει.
Θ’ ακούς την κρίση του ανόητου, το γέλασμα του πλήθους απαθές,
Όμως εσύ να μείνεις ήρεμος, και ο Θεός θα σε φυλάξει.

Να ζεις μοναχικός σαν βασιλιάς. Βάστα το δρόμο τον ελεύθερο,
Εκεί που σε τραβά το δημιουργικό σου πνεύμα.
Και τελειοποιώντας τους καρπούς των σκέψεων ενδόμυχων,
Να μη ζητάς ανταμοιβή για το πολύτιμό σου έργο.

Ο ίδιος είσαι ο ανώτατος κριτής και της αλήθειας ο επιτετραμμένος.
Μπορείς να εκτιμάς πιό δίκαια απ’ όλους το δικό σου έργο.
Εις ’ευχαριστημένος άραγε, φίλε μου καλλιτέχνη αυστηρέ;

Είσαι! Τότε ας βρίζει το έργο σου ο όχλος μανιασμένος,
Ας ιεροσυλεί πάνω στον ιερόν σου , ας νοθεύει
Και με παιδιάστικη του ζωηράδα το θρόνο σου ας ταλαντεύει.


История стихотворца

Внимает он привычным ухом
Свист;
Марает он единым духом
Лист;
Потом всему терзает свету
Слух;
Потом печатает - и в Лету
Бух!

1819

Ο βίος του στιχοπλόκου (Αλεξάντρ Πούσκιν)

Λιγάκι διάβασμα, μια στάλα σκέψη, το γράψιμο
Πάνω απ’ όλα.
Με λέπρα του μυαλού του γέμισε
Την κόλλα.
Μετά παίρνει τ’ αυτιά του κόσμου, και παρεξηγημένος
Θίγεται.
Μετά τυπώνει τα γραπτά του και στη Λήθη
Πνίγεται.


- Οι μεταφράσεις από τα Ρώσσικα είναι του Γ. Σοϊλεμεζίδη από τον ιστότοπο του
ΠΕΓΑΣ © copyleft
- Η μετάφραση του γαλλικού ποιήματος είναι του Ιπτ. Ολλανδού.

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Εαυτούληδες - Γιάννης Σκαρίμπας

Εαυτούληδες
(από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—
τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—
παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα
—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,
με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα
στούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια...


Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin