L'ALBATROS
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage
Le navire glissant sur les gouffres amers.
A peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.
Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.
Το Αλμπατρός (Μπωντλαίρ)
Συχνά, για την διασκέδαση τους, οι άντρες του πληρώματος
Πιάνουν τα αλμπατρός, μεγάλα πουλιά της θάλασσας,
Τα οποία ακολουθούν, μη βιαστικοί σύντροφοι του ταξιδιού,
Το πλοίο που γλυστρά πάνω στη βίαιη άβυσσο.
Με δυσκολία τα τοποθετούν πάνω στα σανίδια,
Που αυτοί οι βασιλιάδες του κυανού, αδέξιοι και ντροπαλοί,
Εγκαταλείπουν αξιολύπητα τα μεγάλα άσπρα φτερά τους
Σαν κουπιά που τα σέρνουν δίπλα τους.
Αυτός ο φτερωτός ταξιδιώτης, είναι αδέξιος και πλαδαρός!
Αυτός, λίγο πριν τόσο όμορφος, είναι κωμικός και άσχημος!
Ο ένας ενοχλεί το ράμφος του με μια κοντή πίπα στο στόμα του,
Ο άλλος μιμείται, κουτσαίνοντας, τον ανάπηρο που πετούσε!
Ο Ποιητής είναι παρόμοιος με τον πρίγκηπα των αιθέρων
που συχνάζει στην τρικυμία και περιφρονεί τον τοξότη,
Εξορισμένος από τη γη μέσω της κοροϊδίας,
Τα γιγάντια φτερά του τον εμποδίζουν να περπατήσει.
Поэту
Поэт! Не дорожи любовию народной.
Восторженных похвал пройдет минутный шум;
Услышишь суд глупца и смех толпы холодной,
Но ты останься твёрд, спокоен и угрюм.
Ты царь: живи один. Дорогою свободной
Иди, куда влечет тебя свободный ум,
Усовершенствуя плоды любимых дум,
Не требуя наград за подвиг благородный.
Они в самом тебе. Ты сам свой высший суд;
Всех строже оценить умеешь ты свой труд.
Ты им доволен ли, взыскательный художник?
Доволен? Так пускай толпа его бранит
И плюет на алтарь, где твой огонь горит,
И в детской резвости колеблет твой треножник.
1830
Στον ποιητή ( Αλεξάντρ Πούσκιν) Μην εκτιμάς του κόσμου την αγάπη, ποιητή!
Εκστατικών εγκωμίων ο θόρυβος αμέσως θα περάσει.
Θ’ ακούς την κρίση του ανόητου, το γέλασμα του πλήθους απαθές,
Όμως εσύ να μείνεις ήρεμος, και ο Θεός θα σε φυλάξει.
Να ζεις μοναχικός σαν βασιλιάς. Βάστα το δρόμο τον ελεύθερο,
Εκεί που σε τραβά το δημιουργικό σου πνεύμα.
Και τελειοποιώντας τους καρπούς των σκέψεων ενδόμυχων,
Να μη ζητάς ανταμοιβή για το πολύτιμό σου έργο.
Ο ίδιος είσαι ο ανώτατος κριτής και της αλήθειας ο επιτετραμμένος.
Μπορείς να εκτιμάς πιό δίκαια απ’ όλους το δικό σου έργο.
Εις ’ευχαριστημένος άραγε, φίλε μου καλλιτέχνη αυστηρέ;
Είσαι! Τότε ας βρίζει το έργο σου ο όχλος μανιασμένος,
Ας ιεροσυλεί πάνω στον ιερόν σου , ας νοθεύει
Και με παιδιάστικη του ζωηράδα το θρόνο σου ας ταλαντεύει.
История стихотворца
Внимает он привычным ухом
Свист;
Марает он единым духом
Лист;
Потом всему терзает свету
Слух;
Потом печатает - и в Лету
Бух!
1819
Ο βίος του στιχοπλόκου (Αλεξάντρ Πούσκιν)
Λιγάκι διάβασμα, μια στάλα σκέψη, το γράψιμο
Πάνω απ’ όλα.
Με λέπρα του μυαλού του γέμισε
Την κόλλα.
Μετά παίρνει τ’ αυτιά του κόσμου, και παρεξηγημένος
Θίγεται.
Μετά τυπώνει τα γραπτά του και στη Λήθη
Πνίγεται.
- Οι μεταφράσεις από τα Ρώσσικα είναι του Γ. Σοϊλεμεζίδη από τον ιστότοπο του
ΠΕΓΑΣ © copyleft
- Η μετάφραση του γαλλικού ποιήματος είναι του Ιπτ. Ολλανδού.