Οι Εφτά Εαυτοί
Στην πιο ήσυχη ώρα της νύχτας, καθώς ήμουν ξαπλωμένος και μισοκοιμισμένος, οι εφτά εαυτοί μου κάθισαν μαζί και έτσι κουβέντιαζαν ψιθυριστά.
Ο Πρώτος Εαυτός:
Εδώ, σε αυτόν τον τρελό, κατοίκισα όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να κάνω τίποτα παρά να ανανεώνω τον πόνο του την ημέρα και να ξαναδημιουργώ την θλίψη του τη νύχτα. Δεν μπορώ να αντέξω άλλο την μοίρα μου, και τώρα επαναστατώ.
Ο Δεύτερος Εαυτός:
Η δικιά σου μοίρα είναι καλύτερη από την δικιά μου, αδελφέ, γιατί μου δόθηκε να είμαι ο χαρούμενος εαυτός αυτού του τρελού. Γελώ το γέλιο του και τραγουδώ τις χαρούμενες ώρες του, και με τριπλο-φτερωμένα πόδια χορεύω τις φωτεινότερες σκέψεις του. Εγώ θα έπρεπε να επαναστατήσω ενάντια στην κουρασμένη μου ύπαρξη.
Ο Τρίτος Εαυτός:
Και εγώ ο από αγάπη κυριαρχούμενος εαυτός, ο φλεγόμενος πυρσός του αχαλίνωτου πάθους και των φανταστικών επιθυμιών; Εγώ ο αρρωστημένος από αγάπη εαυτός είμαι που θα έπρεπε να επαναστατήσει εναντίον αυτού του τρελού.
Ο Τέταρτος Εαυτός:
Εγώ, απ' όλους εσάς, είμαι ο πιο δυστυχισμένος, γιατί τίποτα δεν μου δόθηκε εκτός από απεχθές μίσος και καταστροφική αηδία. Εγώ είμαι, ο θυελλώδης εαυτός που γεννήθηκα στης μαύρες σπηλιές της Κόλασης, αυτός που θα έπρεπε να διαμαρτυρηθεί και να μην υπηρετεί αυτόν τον τρελό.
Ο Πέμπτος Εαυτός:
Όχι, εγώ είμαι, ο σκεπτόμενος εαυτός, ο φαντασιόπληκτος εαυτός, ο εαυτός της πείνας και της δίψας, αυτός που είναι καταδικασμένος να τριγυρνά χωρίς ξεκούραση ψάχνοντας άγνωστα και όχι ακόμα δημιουργημένα πράγματα· εγώ είμαι, όχι εσείς, αυτός που θα έπρεπε να επαναστατήσω.
Ο Έκτος Εαυτός:
Και εγώ, ο εργαζόμενος εαυτός, ο θλιβερός εργάτης, που με υπομονετικά χέρια και γεμάτα λαχτάρα μάτια, κάνω τις ημέρες εικόνες και δίνω νέες και αιώνιες μορφές στα άμορφα στοιχεία - εγώ είμαι, ο μοναχικός, αυτός που θα έπρεπε να επαναστατήσω ενάντια σ' αυτόν τον ανήσυχο τρελό.
Ο Έβδομος Εαυτός:
Πόσο περίεργο που όλοι σας θα έπρεπε να επαναστατήσετε ενάντια σ' αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ο καθένας σας έχει μια προκαθορισμένη μοίρα να εκπληρώσει. Α! να μπορούσα να ήμουν σαν κάποιον από εσάς, ένας εαυτός με προαποφασισμένη μοίρα! Αλλά δεν έχω καμία, είμαι ο κάνω-τίποτα εαυτός, αυτός που κάθεται στο άλαλο, κενό τίποτα και ποτέ, ενώ εσείς είστε απασχολημένοι να ξαναδημιουργείτε ζωή. Εσείς είστε ή εγώ, γείτονες, που θα έπρεπε να επαναστατήσω;
Όταν ο έβδομος εαυτός μίλησε έτσι, οι άλλοι έξι τον κοίταξαν με οίκτο και δεν είπαν τίποτα άλλο· και καθώς η νύχτα πύκνωνε ο ένας μετά τον άλλο έπεσαν για ύπνο τυλιγμένοι σε μια νέα και χαρούμενη υποταγή.
Αλλά ο έβδομος εαυτός παρέμεινε να κοιτά και να παρατηρεί το τίποτα, το οποίο βρίσκεται πίσω απ' όλα τα πράγματα.
- "Ο Τρελός"
The Seven Selves
In the stillest hour of the night, as I lay half asleep, my seven selves sat together and thus conversed in whisper:
First Self: Here, in this madman, I have dwelt all these years, with naught to do but renew his pain by day and recreate his sorrow by night. I can bear my fate no longer, and now I rebel.
Second Self: Yours is a better lot than mine, brother, for it is given to me to be this madman's joyous self. I laugh his laughter and sing his happy hours, and with thrice winged feet I dance his brighter thoughts. It is I that would rebel against my weary existence.
Third Self: And what of me, the love-ridden self, the flaming brand of wild passion and fantastic desires? It is I the love-sick self who would rebel against this madman.
Fourth Self: I, amongst you all, am the most miserable, for naught was given me but odious hatred and destructive loathing. It is I, the tempest-like self, the one born in the black caves of Hell, who would protest against serving this madman.
Fifth Self: Nay, it is I, the thinking self, the fanciful self, the self of hunger and thirst, the one doomed to wander without rest in search of unknown things and things not yet created; it is I, not you, who would rebel.
Sixth Self: And I, the working self, the pitiful labourer, who, with patient hands, and longing eyes, fashion the days into images and give the formless elements new and eternal forms-it is I, the solitary one, who would rebel against this restless madman.
Seventh Self: How strange that you all would rebel against this man, because each and every one of you has a preordained fate to fulfil. Ah! could I but be like one of you, a self with a determined lot! But I have none, I am the do-nothing self, the one who sits in the dumb, empty nowhere and nowhen, while you are busy re-creating life. Is it you or I, neighbours, who should rebel?
When the seventh self thus spake the other six selves looked with pity upon him but said nothing more; and as the night grew deeper one after the other went to sleep enfolded with a new and happy submission.
But the seventh self remained watching and gazing at nothingness, which is behind all things.