Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (απόσπασμα από H' Προφητικός )




Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου γέρνεις όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές
θα σε κλαιν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
...................................................
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θά' βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο,
σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

Όλος ο Δωδεκάλογος για κατέβασμα εδώ.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής

 J. Krishnamurti (1895-1986)


Στις όχθες κάποιου ποταμού που αργοκυλούσε,
Υπήρχε ένα χωριό γεμάτο ανθρώπους , μα από ζωή αδειανό.
Ω, τι θλιβερό.
Είχε πολλούς ναούς ψηλούς, με εικόνες σκαλιστές,
Θεοί πλασμένοι απ' τον ανθρώπινο νου,
Περήφανοι ιερείς με απαλές φωνές, στους ψαλμούς δυνατές,
Σοβαροί ομιλητές φιλοσοφίας , κάτω από δέντρων σκιές δροσερές
Κραυγές από βάρη, ο φόβος της θλίψης
Περίπλοκοι κανόνες θρησκευτικοί
Ηθική για τους άλλους φτιαγμένη,
Ο ισχυρός συντηρείται από τον φτωχό. 
Ο κουρελής και ο ντυμένος περπατούσαν στο ίδιο στενό δρομάκι,
Όλοι σε σύγκρουση μεταξύ τους,
Οι Θεοί τους, οι νόμοι και η αγάπη τους. 
Το χωριό ονομαζόταν ο κόσμος. 
Μια όμορφη μέρα, σε ένα σταυροδρόμι, 
κάποιος φώναξε δυνατά:
"Ακούστε με, άνθρωποι,
Υπάρχει διαφθορά και διαμάχη·
Το τραγούδι της ζωής σας είναι αισχρό.
Ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής
Φτάνει σε αυτό το πανάρχαιο χωριό·
Αφουγκραστείτε την αρμονία του ύμνου του."
Το γιασεμί ανοίγει την καρδιά του στο σκοτάδι της νύχτας.
"Είμαι ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής,
Υπέφερα για πολύ καιρό, και ξέρω. 
Κρατήστε αγνό τον ύμνο στην καρδιά σας, 
Απλός είναι ο δρόμος. 
Απαλλαγείτε από την πολυπλοκότητα των Θεών, των θρησκειών και των δογμάτων τους. 
Μην δεσμεύεται την ζωή σας με τελετουργίες, με την επιθυμία της άνεσης. 
Να είστε εσείς το φως στον εαυτό σας. Έτσι δεν θα ρίξετε ούτε μια σκιά στο πρόσωπο των άλλων. 
Η ζωή δεν μπορεί να κρατηθεί με δεσμά φόβου. 
Να είστε ελεύθεροι και τότε θα υπάρξει το θαύμα της τάξης.
Να αγαπάτε τη ζωή και τότε δεν υπάρχει μοναξιά.
Αχ, ακούστε τη φωνή της αγάπης μου. 
Υπέφερα για πολύ καιρό, και ξέρω. 
Είμαι ελεύθερος, αιώνια ευτυχισμένος·
Είμαι ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής."
Αργά έρχεται η βροχή στην καμμένη γη.
Λίγοι άκουσαν και πολύ χαρήκαν.
Αφήνοντας στην άκρη όλα τα πράγματα
Ελευθέρωσαν την ζωή απ' όλα τα δεσμά. 
"Ναι", φώναξαν οι άνθρωποι,
"Αλλά πως θα συμφιλιώσουμε την ομορφιά των Θεών μας με τον ύμνο σου;
Με ποιο τρόπο να ταιριάξουμε τα λόγια σου στο ναό της δημιουργίας μας;
Είσαι ο φορέας της σύγχυσης, 
Δε θέλουμε κανένα σαν και του λόγου σου,
Λες πράγματα που δεν γνωρίζουμε, 
Αυτά που λες είναι λόγια του Διαβόλου, 
Μακριά, μακριά."
Ο Μέγας Υμνωδός της Ζωής πήρε το δρόμο του,
και οι άνθρωποι αγωνίστηκαν με το πρόβλημα της συμφιλίωσης.

ΤHE MASTER SINGER OF LIFE

On the banks of a soft running river
There was a village full with people but empty of life.
Oh, the sorrow of it!
Many were the tall temples with graven images,
Gods moulded after the thought of man,
Proud priests, soft of voice, loud in chants,
Grave talkers of philosophy, under the cool trees,
The cry of burden, the fear of sorrow,
Complicated laws of religion,
Morality made for others,
The strong maintained by the weak.
The naked and the clothed walked on the same narrow street,
All in strife one against another,
Their Gods, their laws and their love.
They called the village the world.
On a fair day, at the meeting of four roads,
A man cried,
"Listen, O people,
There is a corruption, and a strife;
The song of your life is impure.
The Master Singer of Life
Comes to this ancient village;
Hearken to the harmony of his song."
The jasmine opens its heart to the dark night.
"I am the Master Singer of Life,
I have suffered long, I know.
Keep pure the song in thy heart,
Simple is the way.
Be rid of the complexities of Gods, of religions and of beliefs therein.
Bind not thy life with rites, with the desire after comfort.
Be a lamp unto thyself. Thou shalt not then cast a shadow across the face of another.
Life cannot be held in the bondage of fear.
Be free, then there shall be the miracle of order.
Love life, then there shall be no loneliness.
Ah, listen to the voice of my love.
I have suffered long, I know.
I am free, eternally happy;
I am the Master Singer of Life."
Softly comes the rain on the burning land.
A few listened and greatly rejoiced.
Putting aside all things
They freed life of all bondage.
"Yea", cried the people,
"But how shall we reconcile the beauty of our Gods with thy song?
In what manner shall we fit thy sayings into the temple of our creation?
Thou art the bringer of confusion,
We shall have none of thee,
Thou sayest things that we know not,
What thou sayest is of the Devil,
Away, away."
The Master Singer of Life went on his way,
And the people struggled with the problem of reconciliation.


Μετάφραση: Ιπτάμενος Ολλανδός
Το αγγλικό κείμενο το βρήκα εδώ
Μια μελοποιημένη εκδοχή από τον Γ. Στεφανάκη εδώ.

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Εγγραφή μέσω reader

Blog Widget by LinkWithin